Τὸ κείμενο προέρχεται ἀπὸ τὴν πραγματεία τῆς Θεοδώρας Γιαννίτση, «Οἱ Ἕλληνες στὴν ἱστορία τῆς Ρωσσίας» (Μόσχα, 2020). Ἡ ἀναδημοσίευση ἔγινε μὲ ἄδεια τῆς συγγραφέως. Ὁ πολυτονισμὸς ἔγινε ἀπὸ ἐμᾶς.
Β′ ΜΕΡΟΣ
Ἄλλος ἕνας τομέας, στὸν ὁποῖο οἱ Ἕλληνες διακρίθηκαν στὴν Ρωσσία, εἶναι ὁ στρατιωτικός. Κυρίως ἀπὸ τὸν 18ο αἰ, ἐποχὴ ἐπανειλημμένων πολεμικῶν συρράξεων μὲ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, ἑκατοντάδες Ἕλληνες προσχωροῦν στὸν ρωσσικὸ στρατὸ καὶ ρωσσικὸ ναυτικὸ καὶ ἡ ἑλληνικὴ παρουσία συνεχίζεται ἀνελλιπῶς μέχρι καὶ σήμερα. Στὸ βιβλίο του «Ἕλληνες – ναύαρχοι καὶ στρατηγοὶ στὸ πολεμικὸ ναυτικὸ τῆς Ρωσσίας» ὁ ὁμογενὴς ἐρευνητής μας ἀπὸ τὴν Ἁγία Πετρούπολη Φώτης Μουρατίδης καταγράφει 101 ἀνώτερου στρατιωτικοῦ βαθμοῦ Ἕλληνες ποὺ ὑπηρέτησαν στὸν ρωσσικὸ στόλο. Ἀναφέρουμε δὲ μερικὰ μόνο, ὀνόματα: Παντελὴς Ἀδαμόπουλος, Βλαντίμηρ Ἀλαφοῦζοφ, Ἀλεξιανός, Ἀντύπας, Ἀποστολίδης, Βαρδακάς, Βαρβάκης, Βερόπουλος, Γαβρινός, Δημάκης, Ζηλωτής, Καπνίσης-Καπνίστ, Κούμανης, Μαυροκορδάτος, Μάντος, Μεταξάς, Μοτσενίγος, Μυλωνάς, Παλαιολόγος, Παπαχρῆστος, Παπαδόπουλος, Ψαρός, Χρονόπουλος.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΠΝΙΣΗ – ΚΑΠΝΙΣΤ. Προερχόμενη ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, ἀπὸ τὸν 14ο αἰ. εἶχε ἐγκατασταθεῖ στὴν Βενετία.
Τὸ 1711 ὁ Πέτρος Καπνίσης, γιὸς τοῦ κόμητος Χριστόφορου Καπνίση, εἰσέρχεται στὴν ὑπηρεσία τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ρωσσίας Μεγάλου Πέτρου καὶ ἀναλαμβάνει νὰ ἐκκαθαρίσει τὴν Μεσόγειο ἀπὸ τὰ ὀθωμανικὰ πλοῖα μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ὑπὸ τὰς διαταγάς του ἑλληνικοῦ στολίσκου. Ὁ γιὸς του Βασίλειος Καπνίσης ἐγκαθίσταται στὴν Ρωσσία καὶ γίνεται ὁ ἀρχηγὸς τοῦ ἐπίσημου ρωσσικοῦ κλάδου τῶν Κάπνιστ.
Ὁ ἐγγονὸς τοῦ Πέτρου Καπνίση Ἀντώνιος Καπνίσης συμμετεῖχε στὰ Ὀρλωφικά, ἐνῶ ἀμείφθηκε μὲ ἐκχώρηση γῆς στὴν Εὐπατόρια τῆς Ταυρίδας. Ἀπὸ τὸν ναύαρχο Οὐσακὸφ διορίσθηκε τὸ 1798 μέλος τῆς προσωρινῆς κεντρικῆς κυβερνήσεως τῆς Ἰονίου Πολιτείας.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥΣ ἢ ΠΑΠΑΖΩΛΗΣ (ἔτος γεννήσεως 1725 Σιάτιστα Μακεδονίας). Ἀρχικὰ ἔμπορος, στὴν συνέχεια κατατάχθηκε στὸν ρωσσικὸ στρατό, στὸν ὁποῖο ἔφθασε μέχρι τὸν βαθμὸ τοῦ λοχαγοῦ. Λειτούργησε ὡς πράκτορας τῆς Ρωσσίας στὴν ἐξέγερση τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ κατὰ τὰ Ὀρλωφικά.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΛΕΞΙΑΝΟΣ ἢ ΑΛΕΞΙΝΟΣ. Ἕλληνας ἀξιωματικός του ρωσσικοῦ στόλου ἐπὶ Μεγάλης Αἰκατερίνης. Διακρίθηκε στὴν Ναυμαχία τοῦ Τσεσμὲ (1770). Ἀπεβίωσε τὸ 1792.




ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΤΣΩΝΗΣ (Λειβαδιὰ 1752 – Ταυρίδα 1804), Διάσημος θαλασσομάχος. Τὸ 1787 κατατάχθηκε στὸ Ἑλληνικὸ Τάγμα τῆς Ἀνατολικῆς Ταυρίδας (φρούριο Γιενί-Καλέ), πολέμησε στὸν Ρῶσσο-τουρκικὸ Πόλεμο 1788 – 1792. Ἡ Μεγάλη Αἰκατερίνη τοῦ ἐκχώρησε ἐκτάσεις γῆς σὲ περιοχὴ τῆς Κριμαίας κοντὰ στὴν Γιάλτα, ἡ ὁποία ἔκτοτε ὀνομάζεται Λειβαδιά (Livadia), πρὸς τιμὴν τῆς ἰδίαιτερης πατρίδας τοῦ Λάμπρου Κατσώνη. Σὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν περιοχὴ ἀργότερα ἀνηγέρθησαν τὰ θερινὰ ἀνάκτορα τῶν τσάρων στὴν Κριμαία, ὅπου τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1945 πραγματοποιήθηκε ἡ Διάσκεψη τῆς Γιάλτας μὲ τὴν συμμετοχὴ τῶν ἡγετῶν τῶν συμμάχων Στάλιν, Τσῶρτσιλ καὶ Ροῦζβελτ.
Μὲ διάταγμά της ἡ Μεγάλη Αἰκατερίνη τοῦ προσέδωσε τίτλους εὐγενείας μὲ δικαίωμα κληρονομικότητας (21 Ἀπριλίου 1785). Τὸ 1781 συμμετεῖχε στὴν ρωσσικὴ ἐκστρατεία στὴν Περσία, ὑπὸ τὴν διοίκηση τοῦ κόμη Βοϊνόβιτς. Γιὰ τὶς ὑπηρεσίες του αὐτὲς τὸ 1786 ὁ Ποτέμκιν τὸν προήγαγε σὲ ἀξιωματικό. Τὸ δὲ 1790 τιμήθηκε μὲ τὸ μετάλλιο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου 4ου βαθμοῦ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ (Κωνσταντινούπολη 1760 – Κίεβο 1816). Mέγας διερμηνεὺς τῆς Πύλης, ἡγεμόνας τῆς Μολδαβίας, ὑποκίνησε τὴν ἔνοπλη ἐπανάσταση τῆς Σερβίας (1799), μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ὁποίας μεταβαίνει στὴν Ἁγία Πετρούπολη καὶ μετέπειτα στὸ Κίεβο. Γιοί του οἱ Ἀλέξανδρος (1792 – 1828), Δημήτριος (1793 – 1832), Γεώργιος, Νικόλαος καὶ Γρηγόριος Ὑψηλάντηδες.
Καὶ πολλοὶ ἄλλοι καὶ φθάνουμε μέχρι τὶς μέρες μας, στὸν ναύαρχο Μιχαὴλ Χρονόπουλο, ἐπικεφαλῆς τοῦ στόλου τῆς Μαύρης Θάλασσας τὴν περίοδο 1985 – 1991. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συγχρόνους μας τὸν θυμόμαστε.
Βλέπουμε τὸ πόσο κοντὰ εἶναι οἱ δυὸ λαοί μας καὶ πόσα κοινὰ ἔχουν. Ὅταν τὸ 1821 στὴν Ἑλλάδα ξεσπᾶ ἡ Ἐπανάσταση, οἱ Ἕλληνες ὅλο καὶ περισσότερο προσανατολίζονται πρὸς τὴν Ρωσσία, ἀποσκοποῦν στὴν ὑποστήριξή της ὡς ἐγγύηση γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ τους, δηλαδὴ τὴν ἐπιτυχὴ ἔκβαση τοῦ ἀγῶνα ἐνάντια στὸν ὀθωμανικὸ ζυγό. Πόσο μᾶλλον ποὺ ἴσως γιὰ πρώτη φορὰ τίθεται μὲ τέτοια ὀξύτητα τὸ ζήτημα ζωῆς ἢ θανάτου γιὰ τοὺς Ἕλληνες.
Εὐρισκόμενος στὸ ἐπίκεντρό της ἐνόπλου σύρραξης, ὁ Ρῶσσος προσκυνητὴς Κὶρ Μπρόννικωφ, δουλοπάροικος τῶν Σερεμέτιεφ, περιγράφει ὡς ἑξῆς τὴν κοινὴ γνώμη καὶ τὶς διαθέσεις τῶν κατοίκων τῆς Σκόπελου, κοντὰ στὸ Ἅγιο Ὅρος: «Οἱ κάτοικοι βρίσκονταν σὲ μεγάλη θλίψη, ἰδίως οἱ γυναῖκες. Συναντώντας μας στὸ δρόμο καὶ μὴ γνωρίζοντας τὴν ρωσσικὴ γλώσσα, ξέπνοες καὶ μέσα στὰ δάκρυά μας ἔλεγαν τὰ ἑξῆς, τὰ ὁποῖα μας ἐξήγησε ἀργότερα διερμηνέας: ‘ἐὰν δὲν μᾶς βοηθήσει ἡ Ρωσσία, τότε ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες χαθήκαμε’».
Οἱ τακτικὲς ἐπαφὲς ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς Ρώσσους ἔχουν ὡς ἐπακόλουθο ὁρισμένη πολιτιστικὴ ἐπίδραση τῆς Ρωσσίας στὴν Ἑλλάδα. Ἡ παραμονή, γιὰ παράδειγμα, τοῦ ρωσσικοῦ στόλου στὸν Πόρο, ὅπου τὰ πρῶτα χρόνια μετὰ τὴν ἐπανάσταση ἐγκαθίσταται ἡ ρωσσικὴ ναυτικὴ βάση, ὁ γνωστὸς μέχρι καὶ σήμερα ρωσσικὸς Ναύσταθμος, σὲ ὁρισμένο βαθμὸ ἐπηρεάζουν τὸν καθημερινὸ βίο καὶ τρόπο ζωῆς τῶν κατοίκων τοῦ νησιοῦ. Καταγράφοντας τὶς ἐντυπώσεις του ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψή του στὸ νησί, ὁ Μπαζίλη ἀναφέρει:
Μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ὁ Πόρος εἶναι ρωσσικὴ πόλη, ἐνῶ τὰ παράλια του Μοριὰ ἀνεπτυγμένη ρωσσικὴ ἐπαρχία. Ὅλοι, σχεδόν, οἱ κάτοικοι καταλαβαίνουν τὴν γλώσσα μας, ἐνῶ ἀρκετοὶ νέοι Ποριῶτες μιλοῦν ἐλεύθερα τὴν ρωσσική. Οἱ φιλικές τους σχέσεις μὲ τοὺς ναῦτες μας ἄρχισαν ἀπὸ ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα, ὅταν οἱ πρῶτοι Ρῶσσοι, ποὺ πάτησαν τὸ πόδι τοὺς στὸ νησί, ἀντὶ νὰ μακρηγοροῦν, ἔβγαζαν τὴν τραγιάσκα τους καί, κάνοντας τὸ σταυρό τους, ἔλεγαν: «ὁ Ἕλληνας εἶναι χριστιανός, ὁ Ρῶσσος εἶναι χριστιανός» καὶ φιλικὰ ἀγκαλιάζονταν ὡς ποίμνιο τῆς ἴδιας ἐκκλησίας, ἐνῶ τὸ κύπελλο μὲ τὸ κρασὶ ἐπισφράγιζε τὴν ἀδερφική τους ἕνωση 1.
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο θὰ ἐπιθυμούσαμε νὰ ἀναφέρουμε ὅτι οἱ διπλωματικὲς σχέσεις Ἑλλάδας – Ρωσσίας, τὸ ἰωβηλαῖο τῶν 190 ἐτῶν τῶν ὁποίων ἑορτάσαμε τὸ 2018, συνήφθησαν στὶς 18 Σεπτεμβρίου (6 Σεπτεμβρίου μὲ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο) τοῦ 1828, ὅταν ὁ τότε Ρῶσσος ἐπιτετραμμένος Μάρκος Βούλγαρης, ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ὑπέβαλε στὸν πρῶτο κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδας Ἰωάννη Καποδίστρια, τὰ διαπιστευτήριά του, στὸν γραφικὸ Πόρο. Τὸ 2016, στὸ πλαίσιο τοῦ Ἀφιερωματικοῦ Ἔτους Ἑλλάδας – Ρωσσίας, στὸ σημεῖο τοῦτο τοποθετήθηκε εἰδικὴ ἀναμνηστικὴ πλάκα.
Mεταφερόμαστε σὲ μία ἄλλη κατηγορία δράσης, στὴν ὁποία οἱ Ἕλληνες τῆς Ρωσσίας, ἀξιοποιῶντας προνόμια καὶ δυνατότητες ποὺ τοὺς προσφέρονταν, ἐπίσης διακρίθησαν, στὸν χῶρο τῆς διπλωματίας καὶ τῆς διοίκησης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΙΧ. ΒΑΖΙΛΗΣ. Ἕλληνας στὴν διπλωματικὴ ὑπηρεσία τῆς Ρωσσίας καὶ συγγραφεύς. Γεννημένος στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1809, μεταβαίνει μὲ ὅλη τὴν οἰκογένειά του στὴν Ὀδησσὸ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ρώσσου πρέσβυ Στρόγκανοφ, ὅταν ὁ πατέρας του καταδικάσθηκε τὸ 1821 εἰς θάνατον ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς Πύλης. Τὸ 1830 διορίζεται γραμματεὺς τοῦ Ρώσσου Ναυάρχου Ρίκορτ, διοικητῆ τῆς ρωσσικῆς ναυτικῆς μοίρας στὸ Αἰγαῖο (ἐκείνη τὴν ἐποχὴ συγγράφει καὶ ἀπομνημονεύματα, ποὺ ἀξιοποιοῦνται στὸ βιβλίο «Ἑλληνικὸς Κόσμος μέσα ἀπὸ τὶς ρωσσικὲς πηγές»). Στὴν συνέχεια ἐπιστρέφει στὴν Ἁγία Πετρούπολη, εἰάγεται στὴν ρωσσικὴ ὑπηρεσία τῶν ἐξωτερικῶν καὶ διαδραματίζει μία ἔντονη διπλωματικὴ καριέρα. Τὸ 1830 ὁρίζεται πρόξενος σὲ Συρία καὶ Παλαιστίνη, ἐνῶ τὸ 1844 προάγεται σὲ γενικὸ πρόξενο. Κατὰ τὸν Κριμαϊκὸ Πόλεμο ὁρίζεται ἐν Κωνσταντινουπόλῃ Ἐπίτροπος τῆς Ρωσσίας στὴν Διεθνὴ Ἐπιτροπὴ πρὸς σύνταξη νέου καταστατικοῦ πολιτικῆς καὶ διοικητικῆς διευθύνσεως τῆς Βλαχίας καὶ Μολδαβίας.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ (1776 – 1831). Γεννήθηκε στὴν Κέρκυρα καὶ σπούδασε ἰατρική. Μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Κέρκυρας ἀπὸ τὸν ρωσσικὸ στόλο τὸ 1798 διορίσθηκε ἀρχίατρος τοῦ ρωσσικοῦ στρατιωτικοῦ νοσοκομείου. Τὸ 1803 διορίσθηκε γραμματεὺς τῆς Ἰονίου Πολιτείας καὶ συνόδευε τὸν Ρῶσσο ἁρμοστὴ κόμητα Μοτσενίγον σὲ ὅλο τὸ Ἰόνιο. Τὸ 1806 διορίσθη ἔφορος τῆς ἐκπαιδεύσεως, ἐνῶ λίγο ἀργότερα ἐξελέγη μέλος καὶ γραμματεὺς τῆς δεκαμελοῦς ἐπιτροπῆς ἀναθεώρησης τοῦ Συντάγματος. Τὸ 1807, μετὰ τὴν Συνθήκη τοῦ Τιλζὶτ (7 Ἰουλίου 1807), ἀρνούμενος τὸ ἀξίωμα τοῦ συμβούλου τῆς ἐπικρατείας ποὺ τοῦ προσέφερε ἡ γαλλικὴ ἁρμοστεία, μεταβαίνει στὴν Ρωσσία, κατόπιν πρόσκλησης τοῦ καγγελλάριου Ρομαντζώφ, ποὺ δροῦσε ἐξ ὀνόματος τοῦ τσάρου Ἀλέξανδρου τοῦ Α′. Διατέλεσε ὑπουργὸς τῶν Ἐξωτερικῶν του Τσάρου τὴν περίοδο 1816 – 1822.
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΔΕΣΤΟΥΝΗΣ (1782 – 1848). Σπούδασε στὴν Ἁγία Πετρούπολη καὶ διορίσθηκε ὑπάλληλός του ΥΠΕΞ. Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1818 τοποθετήθηκε πρόξενος τῆς Ρωσσίας στὴν Σμύρνη καὶ μυήθηκε στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία.
Ἤδη ἀνωτέρω ἀναφέραμε ὅτι ὁ ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ ΛΕΙΧΟΥΔΗΣ (Κεφαλλονιὰ 1633 – Μόσχα 1717, λόγιος) κατόπιν πρόσκλησης τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος σκόπευε νὰ ἱδρύσει τὴν Ἐλληνολατινοσλαυικὴ Ἀκαδημία, μεταβαίνει στὴν Μόσχα τὸ 1685. Τὸ 1688 τοποθετεῖται πρέσβυς τῆς Ρωσσίας στὴν Βενετία γιὰ περίοδο 3ετίας, λαμβάνοντας ἐντολὴ νὰ ἐπιδιώξει πολεμικὴ σύμπραξη ὑπὲρ τῆς Ρωσσίας κατὰ τῆς Τουρκίας.
ΜΟΤΣΕΝΙΓΟΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ κόμης (Ζάκυνθος, περ. 1764 – Βενετία, 1839). Ἦταν ἀπόγονος ἀρχοντικῆς ζακυνθινῆς οἰκογένειας βενετικῆς προέλευσης. Ἑπτανήσιος διπλωμάτης στὴν ὑπηρεσία τῆς Ρωσσίας μὲ ἔντονη συμμετοχὴ στὰ πολιτικὰ πράγματα τῆς «Ἑπτανήσου Πολιτείας» (1800 – 1807), στὴν ὁποία ὑπηρέτησε ὡς πρεσβευτὴς τῆς Ρωσσίας κατὰ τὴν περίοδο 1802 – 1807. Προηγουμένως, 1799 – 1801, ἦταν πρεσβευτὴς στὴν Τοσκάνη, ἐνῶ ἀργότερα ἐκπροσώπησε τὴν Ρωσσία στὴν Σαρδηνία (1811), στὴν Σικελία (1812 – 1815), καὶ πάλι στὴν Σαρδηνία (1818 – 1827).
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΜΑΡΑΣΛΗΣ (Μέγας Εὐεργέτης τοῦ Ἔθνους, Ὀδησσὸς 1831 – 1907). Ὁλοκληρώνοντας τὶς σπουδὲς του στὸ Παρίσι ἐπιστρέφει στὴν Ὀδησσὸ καὶ καταλαμβάνει διάφορα δημόσια ἀξιώματα. Ταχύτατα κατέχει τὸν βαθμὸ τοῦ μυστικοῦ αὐτοκρατορικοῦ συμβούλου καὶ στὴν συνέχεια (1878) ἐκλέγεται δήμαρχος Ὀδησσοῦ γιὰ πέντε συνεχεῖς τετραετίες. Ἐπὶ δικῆς του θητείας ἡ πόλη ἀναπτύσσεται ραγδαῖα, ἀποκτᾶ δημοτικὸ θέατρο, πανομοιότυπο τοῦ θεάτρου τῆς Βιέννης, νέο σύστημα ὑδραγωγείων, μηχανικὰ πληντήρια, νοσοκομεῖα, ψυχιατρεῖο, δυὸ ἀνώτερα παρθεναγωγεῖα καὶ πολλὰ δημοτικὰ σχολεῖα, αἴθουσες δημοσίων ἀναγνωστηρίων, στατιστικὴ ὑπηρεσία, μικροσκοπικὸ καὶ βακτηριολογικὸ σταθμό-ἐργαστήριο, παλαίστρα κ.ἄ.
Δραστηριοποιεῖται, παράλληλα, στὴν ἐνίσχυση τῆς ἑλληνικῆς κοινότητας, ἱδρύει Ἑλληνικὸ Γηροκομεῖο (γιὰ τὸ ὁποῖο παραχωρεῖ μία ἰδιόκτητη πολυκατοικία του στὸ κέντρο τῆς πόλης), κατόπιν παράκλησης τοῦ διευθυντῆ τῆς ἐν Ὀδησσῷ Ἑλληνικῶν τῶν Ἀρρένων Ἐμπορικῆς Σχολῆς Λυσάνδρου Χατζηκώστα ἱδρύει τὴν κληθεῖσα «Βιβλιοθήκη Μαρασλῆ» κ.ἄ.
Ὁ ἑλληνικὸς πληθυσμὸς ποὺ ἐγκαθίσταται στὴν Ρωσσικὴ Αὐτοκρατορία, ἀξιοποιῶντας τὰ προνόμια, ποὺ τοῦ παραχωροῦν οἱ ρωσσικὲς Ἀρχές, μετουσιώνεται σὲ ἕνα ἀναπόσπαστο δυναμικὸ στοιχεῖο τῆς κοινωνικό-πολιτικῆς καὶ οἰκονομικῆς ζωῆς τῆς Ρωσσικῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ ἑλληνικὲς κοινότητες ἀναπτύσσουν ἔντονη κοινωνική, φιλανθρωπική, ἐκπαιδευτική, καὶ πολιτιστικὴ δράση, ἡ ὁποία δὲν περιορίζεται μόνο στὴν ἐπικράτεια τῆς Ρωσσικῆς Αὐτοκρατορίας ἀλλὰ ἐπεκτείνεται καὶ στὸν ἑλληνικὸ χῶρο· στὴν δὲ Ρωσσία λειτουργοῦν ἑλληνικὰ σχολεῖα, ἑλληνικὰ σωματεῖα, ἐκδίδεται περιοδικὸς τύπος καὶ βιβλία στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα.








Ἡ ἑλληνικὴ κοινότητα τῆς Ὀδησσοῦ
Ἡ ἑλληνικὴ κοινότητα τῆς Ὀδησσοῦ παρουσιάζει ἰδιαίτερη ἀνάπτυξη κατὰ τὸν 19ο αἰώνα. Δὲν εἶναι τυχαῖο, ἐξάλλου, τὸ γεγονὸς ὅτι ἐδῶ ἀκριβῶς ἱδρύεται ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Τὸ Μουσεῖο Φιλικῆς Ἑταιρείας βρίσκεται στὴν ὁδὸ Κρέσνι Περεοῦλοκ (Krasnij Pereulok) ἀριθ. 18 στὴν Ὀδησσὸ τῆς Οὐκρανίας. Στεγάζεται στὸ σπίτι τοῦ Ἕλληνα ἐπιχειρηματία καὶ ἐθνικοῦ εὐεργέτη Γρηγορίου Γρ. Μαρασλῆ (1831 – 1907), δημάρχου τῆς πόλης τῆς Ὀδησσοῦ γιὰ δεκαέξι χρόνια, ἀπὸ τὸ 1878 ὡς τὸ 1895. Ἐδῶ εἶχαν βρεῖ τὸ πρῶτο τους καταφύγιο καὶ συνεδρίαζαν οἱ Φιλικοὶ τῆς Ὀδησσοῦ.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΤΣΑΚΑΛΩΦ (1788 – 1851). 'Eκ τῶν ἐγκρίτων Ἠπειρωτῶν, κύριος ἱδρυτὴς τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, υἱὸς τοῦ ἐν Μόσχᾳ ἐμπόρου Ἰωάννου Τσοκάλογλου, μεταβαλόντος τὸ ὄνομά του εἰς Τσακάλωφ, ἐγεννήθη εἰς τὰ Ἰωάννινα.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΞΑΝΘΟΣ (1772 – 1852), γεννήθηκε στὴν Πάτμο Δωδεκαννήσων, ὄγδοο μέλος κατὰ σειρὰ ἐγγραφῆς τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. Ἐκπαιδεύτηκε ἐν τῇ Πατμιάδι Σχολή, σὲ ἡλικία 20 ἔτῶν μετέβη στὴν Τεργέστη καὶ μετὰ ἀπὸ 8ετή ἐμπορικὴ ὑπηρεσία ἀπῆλθε στὴν Ὀδησσὸ τὸ 1810, ὅπου ὑπηρέτησε ὡς γραμματεὺς τοῦ μεγαλεμπόρου Βασιλείου Ξένη.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΚΟΥΦΑΣ (1780 – 1819), ἱδρυτὴς καὶ πρωτεργάτης τῆς Φιλικῆς Ἐταιρείας. Γεννήθηκε στὴν Ἄρτα καὶ ἀσχολήθηκε μὲ ἐμπόριο σκούφων, ἐξ οὖ καὶ τὸ ὄνομά του. Λόγῳ τοῦ ἐμπορικοῦ μονοπωλίου στὸ εἶδος ἀπὸ τὸν Ἀλὴ Πασά, ἐγκαταστάθηκε καὶ ἄρχισε νὰ δραστηριοποιεῖται ἐμπορικὰ στὴν Ὀδησσό.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ὄγδοος κατὰ σειρὰ ἐκλογῆς ἐκ τῶν 16 μελῶν τῆς Ἀρχῆς τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. Γεννηθεῖς τὸ 1790 στὴν Ἀνδρίτσαινα, μετέβη στὴν Ὀδησσό, ὅπου προσλήφθηκε στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἐπίσης Ἕλληνα ἐμπόρου Ἀθανασίου Σέκερη ἐξ Ἀρκαδίας.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΟΥΜΠΑΡΗΣ (1760 – 1860). Ἔμπορος ἀπὸ τὴν Κωνστατινούπολη καὶ Φιλικὸς μὲ μεγάλο φιλανθρωπικὸ ἔργο, ἔζησε στὴν Ὀδησσό. Ἀδέλφια του οἱ Ἀλέξανδρος Κουμπάρης (1763 – 1862) καὶ Σταμάτιος Κουμπάρης (1778 – 1857).
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ (1773 – 1863). Ἀγωνιστὴς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, ἱστορικός, συναγωνιστὴς τοῦ Ρήγα. Τὸ 1817, ἀπελθὼς εἰς Ρωσία ἐμυήθη εἰς τὰ τῆς ἑταιρείας ἐν Μόσχᾳ.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΑΡΜΑΚΗΣ (1750 – 1821). Ἀπόστολος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας καὶ ἀγωνιστής.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ (καταγωγὴ ἀπὸ Καλάβρυτα). Ἔμπορος μὲ δράση στὴν Ὀδησσὸ καὶ Φιλικός.
Ἀδελφοὶ ΣΕΚΕΡΗ [Ἀθανάσιος, Παναγιώτης (1785 – 1846), Γεώργιος], μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Τρίπολη. Ἀνέπτυξαν ἔντονη ἐμπορικὴ δραστηριότητα μὲ ἐμπορικοὺς οἴκους σὲ Κωνστατινούπολη καὶ Ὀδησσό. Δραστήριοι Φιλικοί, εὐεργέτες τοῦ Ἀγῶνος.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΝΕΣΗΣ. Ἔμπορος ἐκ Πελοποννήσου, δραστηριοποιήθηκε ἀρχικὰ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀργότερα σὲ Ταϊγάνιον, Μόσχα καὶ ἀπὸ τὸ 1814 στὴν Ὀδησσό. Μυεῖται ἀπὸ τὸν Ἀναγνωσταρὰ τὸ 1818 καὶ ἐξελίσσεται σὲ δραστήριο Φιλικό.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΟΥΤΣΙΝΑΣ. Γεννήθηκε στὴν Ὀδησσὸ μὲ πατέρα ἀπὸ τὴν Κεφαλλονιά. Διακρίθηκε ὡς ἔμπορος, τραπεζίτης, ἀλλὰ καὶ ὡς δημοσιογράφος, μέσῳ τοῦ περίφημου «Ἀγγελιαφόρου τῆς Ὀδησσοῦ», μὲ ἔντονη ἀρθρογραφία τὴν περίοδο τῆς Κρητικῆς Ἐπανάστασης τῶν ἐτῶν 1866 – 1869. Μεταξὺ ἄλλων ἵδρυσε τὸν ἐν Ἀθήναις ποιητικὸ Βουτσιναῖον ἀγῶνα πρὸς βράβευση τῶν καλύτερων ποιητικῶν καὶ δραματικῶν ἑλληνικῶν ἔργων.
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο θὰ ἐπιθυμούσαμε νὰ ἀναφέρουμε ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν δράση τῆς ἰδιαίτερα δραστήριας ἑλληνικῆς κοινότητας τῆς Ὀδησσοῦ, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν γνωστὸ ἔμπορο τῆς ἐποχῆς Θεόδωρο Ροδοκανάκη, ἡ ὁποία, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐπανάστασης στὴν Κρήτη τῆς περιόδου 1866 – 1869, δημιούργησε μία ἐπιτροπὴ ἀλληλεγγύης πρὸς τὴν Μεγαλόνησο, διεξήγαγε ἐράνους καί, μὲ τὴν ἀρωγὴ καὶ σύμπραξη τῆς ρωσσικῆς κυβέρνησης, συγκέντρωνε κεφάλαια γιὰ τὴν ἐνίσχυση τοῦ ἀγῶνα τῶν Κρητικῶν. Ὁ δὲ Θεόδωρος Ροδοκανάκης, μὲ δικά του πλοῖα, μετέφερε ἀνιδιοτελῶς στὴν Μεγαλόνησο ἐπισιτιστικὴ βοήθεια. Ἐπιτροπὲς ἀλληλεγγύης, μάλιστα, λειτούργησαν σὲ ἀρκετὲς πόλεις τῆς Ρωσσίας. Σὲ αὐτὲς μετεῖχαν ὄχι μόνο Ἕλληνες ἀλλὰ καὶ Φιλέλληνες, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ γνωστὸς Ρῶσσος ζωγράφος Ἀϊβαζόφσκι, ὁ ὁποῖος δημοπράτησε μερικοὺς πίνακές του καὶ τὰ ἔσοδα τὰ διοχέτευσε στὸν ἀγῶνα τῆς Κρήτης γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία της 2.
Κατόπιν πρωτοβουλίας τοῦ Προέδρου τῆς Ἐπιτροπῆς Ἀλληλεγγύης πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς Κρήτης Θ. Ροδοκανάκη, στὶς 10 Ἰουνίου 1868 πραγματοποιεῖται ἐκδήλωση, στὴν ὁποία συμμετέχουν μέλη τῆς ρωσσικῆς καὶ ἑλληνικῆς κοινωνίας τοῦ τόπου. Σύμφωνα μὲ δημοσιεύματα τοῦ τύπου τῆς Ὀδησσοῦ, ἡ συνάντηση διεξήχθη σὲ ἰδιαίτερα ζεστὴ καὶ ἀδελφικὴ ἀτμόσφαιρα. Ἀκούγονται προπόσεις γιὰ τὴν νίκη τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, γιὰ τὸν ρωσσικὸ λαό, τὸν πρόεδρο τῆς Ἐπιτροπῆς, ἐνῶ ἀσταμάτητα ἠχοῦν στὸν ἀέρα τὸ ρωσσικὸ «οὐρά» καὶ τὸ ἑλληνικὸ «ζήτω», τὰ ὁποία συγχωνεύονται σὲ μία «ἀσίγαστη ὀχλοβοή» 3.
Ὁ Θεόδωρος Ροδοκανάκης ὑπῆρξε καὶ ὁ ἱδρυτὴς τοῦ Ροδοκανάκειου Παρθεναγωγείου, ποὺ ἱδρύθηκε τὸ 1871 “ἀπὸ τὸν μέγα εὐεργέτη” Θεόδωρο Ροδοκανάκη καὶ οἰκοδομήθηκε στὴν ὁδὸ Τρόιτσκαγια 37 καὶ λειτούργησε μέχρι τὸ 1914. Τὸ Παρθεναγωγεῖο διαθέτει ὀκτὼ τάξεις, ἐνῶ μετὰ τὴν ἀποφοίτηση ἀπὸ αὐτὸ οἱ ἀπόφοιτες ἔχουν τὸ δικαίωμα, χωρὶς ἐξετάσεις, νὰ εἰσαχθοῦν στὴν τρίτη τάξη τῶν γυμνασίων τῶν Ἀθηνῶν. Ἀξίζει, ἐπίσης, νὰ ἀναφερθεῖ, ὅτι ἡ Σχολὴ διαθέτει ἰδιόκτητο τυπογραφεῖο γιὰ τὴν ἐκτύπωση βιβλίων στὴν ἑλληνική τη στιγμὴ ποὺ στὴν Ὀδησσὸ ὑπάρχουν ἄλλα, μόνο, δυὸ τυπογραφεῖα, τὸ δημοτικὸ καὶ τὸ τυπογραφεῖο τοῦ ἐπιτελείου τοῦ ἱππικοῦ 4.
Ἐπίσης, περὶ τὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1860 o Θεόδωρος Ροδοκανάκης ἀγοράζει ἀπὸ τὸν πρίγκηπα Μιχαὴλ Κοτσουμπέι στὸ κέντρο τῆς Ἁγίας Πετρούπολης (ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Krasnogvardeiskyi bulvar) τὸ περίφημο ἀνάκτορο «Οἶκος μὲ τοὺς μαύρους», ἡ ὀνομασία τοῦ ὁποίου ὀφείλεται στὴν διακόσμηση τοῦ κιγκλιδώματος ποὺ τὸ περιβάλλει μὲ κεφαλὲς ἐξωτικῶν κοριτσιῶν. Τὸ ἀνάκτορο παραμένει στὴν ἰδιοκτησία τῆς οἰκογένειας μέχρι τὸ 1919, ὅποτε κρατικοποιεῖται.




Ἡ Θεοδώρα Γιαννίτση εἶναι διευθύντρια τοῦ Κέντρου Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ, μὲ ἕδρα τὴν Μόσχα. Γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴν Ἀθήνα, ὅπου σπούδασε στὸ Ἱστορικό-Ἀρχαιολογικὸ Τμῆμα τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν. Μετέβη στὴν Μόσχα γιὰ σπουδὲς μὲ ὑποτροφία ἀπὸ τὸν τότε σοβιετικὸ ὀργανισμὸ «Πατρίδα». Τὸ 1995 ἀποφοίτησε ἀπὸ τὴν Ἱστορικὴ Σχολὴ τοῦ Κρατικοῦ Πανεπιστημίου τῆς Μόσχας «Lomonosov». Ἡ διδακτορική της διατριβὴ στὴν ἴδια σχολὴ μὲ θέμα «Ὁ ἑλληνικός κόσμος στὰ τέλη τοῦ 18ου – ἀρχὲς 20ου αἰῶνα μέσα ἀπό τὶς ρωσσικὲς πηγὲς (ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἐθνικὴ συνείδηση τῶν Ἑλλήνων)», κυκλοφόρησε ἀργότερα σε βιβλίο (2002, 2005, καὶ τὸ 2017 σὲ δίγλωσση ἔκδοση, Ἑλληνικά-ρωσσικά). Σπούδασε ἐπίσης στὴν Σχολὴ Ὑποκριτικῆς Τέχνης τῆς Ρωσσικῆς Ἀκαδημίας Θεατρικῆς Τέχνης. Ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ Κέντρου Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ τὸ 2005 ἔχει ἀναλάβει τὴν διεύθυνση και το συντονισμό του.