Τὸ ἄστρον τοῦ Αἰγοκέρωτος ἐσχηματίσθη πρὸς τιμήν τοῦ Αἰγιπανός, ὁ παρὰ τὸν Δία κατὰ Τιτάνων πολεμήσας
Ὁ Ἐρατοσθένης ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἐπιμενίδης εἰς τὰ Κρητικὰ ἰστορεῖ πὼς ὁ Αἰγιπᾶν συντρόφευσε τὸν Δία στὸ Ἰδαῖον ὄρος ὅταν ἐκστράτευσε κατὰ τῶν Τιτάνων. Φέρεται μάλιστα ὡς εὑρέτης τοῦ κόχλου, εἶδος βούκινου κατασκευασθέντος ἀπὸ θαλάσσιο ἀκανθωτὸ κοχλία, μὲ τὸν ἦχο τοῦ ὁποίου, τὸν ἐπονομαζόμενο καὶ Πανικό, ἀφόπλισε τοὺς Τιτᾶνες τρέποντάς τους σὲ φυγή. Ὅταν ὁ Ζεὺς παρέλαβε τὴν ἀρχή, τὸν ἔθεσε μεταξὺ τῶν ἄστρων μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του τὴν Αἴγα. Γιὰ τὸν εὕρημά του, τὸν θαλάσσιο κόχλο, ἡ μορφή του ἔχει σῆμα τὴν οὐρὰ ἰχθύος.
Αὐτὴ δὲν εἶναι ἡ μόνη φορὰ ποὺ ὁ Αἰγιπᾶν ἐμφανίζεται στὸ πλευρὸ τοῦ Διός. Κατὰ τὴν Γιγαντομαχία, ὁ Αἰγιπᾶν καὶ ὁ Ἑρμῆς ἔκλεψαν καὶ ἐπέστρεψαν τὰ νεῦρα τῶν ἄκρων τοῦ Διός, ποὺ ὁ Τυφῶν εἶχε ἀποκόψει καὶ κρύψει ἐντός σπηλαίου τινός, τυλιγμένα σὲ δέρμα ἀρκούδας.
Ἀκόμη διηγοῦνται πὼς ὅταν οἱ Θεοὶ εἴχαν συγκεντρωθεῖ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ ὁ Τυφῶν ἔφθασε ἐκεῖ ἀναζητῶντας τους, ὁ Αἰγιπᾶν τοὺς συμβούλευσε νὰ μεταμορφωθοῦν σὲ ζῷα γιὰ νὰ τὸν παραπλανήσουν. Μεταξὺ ἄλλων, ὁ Ἑρμῆς μεταμορφώθη σὲ ἴβι, ὁ Ἀπόλλων σὲ κόρακα ἢ ἱέρακα, ἡ Ἄρτεμις σὲ γάτα, ὁ δὲ Ζεὺς σὲ κριό. Γι’ αὐτὸ οἱ Αἰγύπτιοι δὲν ἐπιτρέπουν νὰ βλάπτονται αὐτὰ τὰ ζῷα ἐπειδὴ τὴν μορφή τους εἴχαν λάβει οἱ Θεοί. Ὁ Αἰγιπᾶν μεταμορφώθη σὲ αἴγα ἐνῶ κάτω ἀπὸ τὴν μέση του σὲ ἰχθύ, καὶ ἐκρύφθη ἐντὸς ἑνὸς ποταμοῦ. Ὁ Ζεὺς θαυμάσας τὴν εὑρηματικότητά του τὸν ἔθεσε μεταξὺ τῶν ἄστρων. Ὁ μῦθος ὑπαινίσσεται τὴν σύνδεση μεταξὺ τοῦ ἑλληνικοῦ πανθέου καὶ τοῦ αἰγυπτιακοῦ – ποὺ ἔχουν κοινὴ ρίζα, πανάρχαια.
Φωτοσυλλογή: Αἰγόκερως
Ὁ Αἰγιπᾶν ἐμφανίζεται ἐνίοτε ὡς παιδικὸς σύντροφος τοῦ Διός. Ἡ μητέρα του, Αἴξ, φέρεται νὰ ταυτίζεται μὲ τὴν Ἀμάλθεια, τὴν τροφὸ τοῦ Διὸς κατὰ τὴν παιδική του ἡλικία, τῆς ὁποίας τὸ Κέρας εἶναι γνωστὸ γιὰ τὴν ἀφθονία του. Ἡ Αἲξ γενικῶς σχετίζεται μὲ τὴν θρέψη τῶν νεογνῶν καὶ μὲ αὐτὴ τὴν ἰδιότητα εἶναι τὸ ἱερὸ ζῷο τῆς Ἀρτέμιδος Κουροτρόφου. Οἱ Ρωμαῖοι ἀπέδωσαν τὴν ὀνομασία Αἰγοκέρως ὡς Capricornus, ἀπὸ τὶς λέξεις capra (αἴξ, ἡ θηλυκὴ δηλαδὴ γίδα) καὶ cornus (κέρας). Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι ὅτι στὴ ἀγγλικὴ γλῶσσα ἀκόμη καὶ μέχρι σήμερον ἡ γίδα ὀνομάζεται nanny-goat καὶ οἱ τροφοὶ τῶν βρεφῶν ἀποκαλοῦνται nannies.
Στὴν μελοθεσία (ἰατρικομαθηματικὴ ἀντιστοίχιση τῶν ζῳδιακῶν ἀστερισμῶν μὲ μέρη τοῦ σώματος) ὁ Αἰγοκέρως κυβερνᾷ τοὺς μαστοὺς καὶ τὰ σημεῖα συνδέσεως τῶν ἄκρων μὲ τὸ κυρίως σῶμα, ὅπως οἱ μασχάλες. Ἡ ὀσμή τους ἐπίσης ὀνομαζόταν capra (αἴξ) ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους.
Ἡ αἰνιγματικὴ μορφὴ τοῦ Αἰγοκέρωτος, μὲ τὸ ἄνω μέρος τραγόμορφο καὶ τὸ κάτω ἰχθυόμορφο, ἔλαβε πολλαπλὲς ἑρμηνεῖες στοὺς μύθους. Διότι πράγματι εἶναι ἀσυνήθιστος ὁ συνδυασμὸς ἑνὸς ζῶου ὀρεινοῦ ὅπως ἡ (αἰ)γίδα, ποὺ συνηθίζει νὰ ἀναρριχᾶται σὲ δύσβατα μέρη καὶ ψηλά, καὶ σὲ βουνοκορφές, μὲ τὸν ἰχθύ, ποὺ ζεῖ μέσα στὴν θάλασσα.
Ὁ Σύριλ Φῶγκαν ἐπίστευε ὅτι ἡ προέλευση τοῦ συμβολισμοῦ τῆς μορφῆς ἀνάγεται εἰς τὴν ἀρχαία Αἴγυπτο ἐπειδὴ τὰ ὕδατα τοῦ Νείλου ἄρχιζαν νὰ φουσκώνουν κατὰ τὴν περίοδο ὅπου ὁρισμένοι ἀστέρες – ποὺ ἀργότερα ἔγιναν μέρος τοῦ ἀστερισμοῦ ὅμως, ὅπως αὐτὸς σχηματίσθηκε σὲ μεταγενέστερη ἐποχή – ἀνέτειλλαν μὲ τὴν δύση τοῦ Ἡλίου. Ἡ ἀκρονύκτιος ἀνατολή τους συνέπιπτε μὲ τὸ θερινὸ ἡλιοστάσιο γύρω στὸ 1.000 π.Χ. καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἥλιος φθάνει τὸ μέγιστο ὕψος τῆς φαινομένης τροχιᾶς του τότε, ὁ Fagan τὸ παραλλήλισε μὲ τὸν συμβολισμὸ τῆς Αἰγὸς ποὺ ἀνεβαίνει στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους. Καὶ ἐπειδὴ κατὰ τὴν ἀνύψωση τῆς στάθμης τοῦ Νείλου οἱ ἰχθύες ἀφθονοῦν, πίστευε ὅτι γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ μορφὴ τοῦ Αἰγοκέρωτος εἶχε οὐρὰ ἰχθύος καὶ κατέληξε ὅτι ὅλο αὐτὸ ἀφοροῦσε κάποιο εἴδος ἡμερολογίου.
Τὸ κοινότατο γεγονὸς τῆς ἐτήσιας ἀνυψώσεως τῶν ὑδάτων καὶ τῆς ἀφθονίας τῶν ἰχθύων στὸν Νεῖλο θὰ ἦταν βέβαια περιττὸ κι ἀνούσιο νὰ λάβῃ τέτοιον περίτεχνο συμβολισμὸ γιὰ νὰ συμπεριληφθῇ σὲ κάποιο ἡμερολόγιο, ὡσὰν νὰ ἦταν κάποια σημαντικὴ γνώση, ἡ ὁποία δεν θὰ ἔπρεπε νὰ λησμονηθῇ ἀλλὰ νὰ παραδίδεται αὐτούσια στοὺς μεταγενέστερους. Καὶ μάλιστα νὰ κωδικοποιηθῇ αἰῶνες μετὰ σὲ μιὰ αἰνιγματικὴ μορφὴ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Ὁ Ἄρατος συσχετίζει τὸν ἀστερισμό, ἢ πιὸ σωστὰ τὴν περίοδο ὅπου ὁ Ἥλιος ἀνέτειλλε σὲ αὐτόν (ἀπὸ τὰ μέσα Ἰανουαρίου μὲ σημερινοὺς ὅρους), μὲ τὶς θαλάσσιες καταιγίδες συμβουλεύοντας τὴν ἀποφυγὴ τῆς ναυσιπλοΐας – ἰδοῦ ἕνας ἕτερος πιθανὸς συμβολισμὸς γιὰ τὴν ούρὰ τοῦ ἰχθύος ἐὰν θέλαμε κι ἐμεῖς νὰ ἐπιδοθοῦμε σὲ παρόμοια συλλογιστικὰ ἀκροβατικά.
Ὅμως φυσικὰ οὔτε αὐτὸ εἶναι ἡ προέλευση τῆς αἰνιγματικῆς μορφῆς. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Αἰγιπᾶν συμμετέχει στὴν Τιτανομαχία, καὶ λόγῳ τοῦ κατορθώματός του νὰ τρέψῃ τοὺς Τιτᾶνες σὲ φυγὴ τίθεται μεταξὺ τῶν ἄστρων, θὰ ἤθελα νὰ συμπεριλάβω ἐδῶ ὁρισμένα ἀκόμη μυθολογούμενα περὶ Τιτάνων, ποὺ ἴσως νὰ εἶναι σχετικά.
Ὁ κατακλυσμὸς τοῦ Δευκαλίωνος
Σὲ μῦθο ποὺ παραδίδει ὁ Νόννος, ὁ Ζεὺς φυλακίζει τοὺς Τιτάνες στὸν Τάρταρο ὅταν ἐκεῖνοι ἐφόνευσαν τὸν Ζαγρέα, τὸν ἐπονομαζόμενο πρῶτο Διόνυσο, γέννημα τῆς Περσεφόνης ἀπὸ τὴν κρυφὴ ἕνωσή της μὲ τὸν Δία, ποὺ εἶχε πάρει τὴν μορφὴ δράκου. Ὀργισθεὶς ὁ Ζεὺς κατέκαυσε διάφορα μέρη στὴν Γῆ μὲ τοὺς κεραυνούς του κι ἔπειτα ἔστειλε ἀσταμάτητη βροχὴ σβήνοντας τὶς φλόγες. Ὁ κατακλυσμὸς ἔκανε τὰ νερὰ τῆς θάλασσας καὶ τῶν ποταμῶν νὰ φθάσουν μέχρι τὶς κορυφὲς τῶν ὅρων, πρὶν τελικὰ καταλαγιάσουν.
Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ὕστερους Στωικοὺς ποὺ πίστευαν ὅτι ἀνὰ μεγάλες χρονικὲς περιόδους συμβαίνει μία καταστροφὴ εἴτε διὰ πυρὸς (ἐκπύρωσις) εἴτε διὰ ὕδατος (κατακλυσμός) ἐναλλὰξ ὅπου ὁ κόσμος ξαναρχίζει καὶ τότε ἐπαναλαμβάνονται ὅλα ὅσα συνέβησαν ἀπὸ τὴν τελευταία καταστροφή (ἀποκατάστασις), ὁ Νόννος, ὡς μορφωμένος μυθογράφος, τοποθετεῖ μαζὶ αὐτὰ τὰ δύο, μὲ τὸν κατακλυσμὸ νὰ ἔρχεται μετὰ τὴν φωτιὰ ἀπὸ ἔλεος, ὥστε νὰ ἐπουλώσῃ τὶς πληγές τῆς Γῆς. Δὲν ἀκολουθεῖ ἀποκατάσταση, δηλαδὴ κάποια ἐπανάληψη τῶν ἰδίων· ὁ ἀνανεωμένος κόσμος ποὺ προκύπτει μετὰ τὴν κάθαρση εἶναι ἕνας καλλίτερος κόσμος.
Ὁ Νόννος παραθέτει καὶ τὸ ὡροσκόπιο τῆς καταστροφῆς.
Καὶ τότε ὅλη τὴν γῆ κατέκλυσε ὁ ὑέτιος Ζεὺς πυκνώνοντας μὲ τὰ νέφη του ὁλόκληρο τὸν πόλο. Ἡ οὐράνια σάλπιγγα τοῦ Διός ἔκανε πάταγο μὲ τὶς βροντές της, καὶ πάντες οἱ ἀστέρες κινοῦνταν στοὺς καθορισμένους οἴκους τους.
Στὸ τέθριππο ἅρμα του ὁ Ἥλιος ἐλαμπε στὴν ράχη τοῦ Λέοντος ἱππεύοντας τὸν δικό του οἶκο, καὶ στὸν ὀκτάποδο Καρκίνο ἔκανε τὸν κύκλο της ἡ τριφυὴς Σελήνη μὲ τὴν ἄμαξά της.
Καὶ κάτω ἀπὸ τὴν δροσερὴ περιοχὴ τοῦ ἰσημέριου κύκλου ἀφήνοντας τὸ κέρατο τοῦ Κριοῦ, ἡ Κύπρις ἐαρινὸ οἶκο εἶχε τοῦ Ὀλύμπου τὸν ἀχείμωνα Ταῦρο. Ὁ γείτονας τοῦ Ἥλιου Ἄρης εἶχε τὸν Σκορπιό, προάγγελο τοῦ ἀρότρου, περικυκλωμένο ἀπὸ τὸν φλεγόμενο Ταῦρο, και κοιτοῦσε τὴν Ἀφροδίτη ἀπέναντι μὲ πλάγιο βλέμμα.
Ὁ Δίας, ἀκρόνυχος, τοὺς ἀστροκέντητους διέτρεχε Ἰχθεῖς στὸ τέλος τοῦ δωδεκάμηνου δρόμου του, ἔχοντας στὰ δεξιά του τρίγωνη τὴν στρογγυλοπρόσωπη Σελήνη. Καὶ ὁ Κρόνος τὰ βροχοποιὰ νῶτα τοῦ Ἁιγόκερου διέτρεχε, στῆς πάχνης τὸ φέγγος βουτηγμένος, ἐνῶ στὰ δυὸ φτερὰ τῆς φωτεινῆς Παρθένου αἰωροῦταν ὁ Ἑρμῆς, στὸ ὕψωμά του, ἔχοντας οἶκο του τὴν Δίκη ὄντας κριτὴς ὁ ἴδιος.
Νόννος, Διονυσιακά, ΣΤ′ 229 – 249
Οἱ πλανῆτες ἔχουν τεθεῖ σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς δύο οἴκους ποὺ ἔχει ὁ καθένας, ἐνῶ ὁ Ἥλιος καὶ ἡ Σελήνη, ποὺ ἔχουν ἀπὸ ἕναν οἶκο, εἶναι ἐπίσης στὶς θέσεις τους.
Σὲ ἄλλους μύθους ὁ κατακλυσμὸς ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ ἡρωικοῦ γένους, ποὺ κατέρχεται ἀπὸ τὶς βουνοκορφές, ψυχὲς ἔνθεες κι εὐσεβεῖς ποὺ ἀγαποῦν τὴν Δίκη.