Γνωρίζατε ὅτι παρ’ Ἕλλησι, τὰ γνωστὰ – ἀπὸ τὸν Ἰνδουισμό – ἐνεργειακὰ κέντρα εἶχαν ἤδη μελετηθεῖ καὶ μᾶς παραδίδονται ἀτόφια ἀπὸ τὴν πλατωνικὴ γραμματεία;
Ἐὰν ὄχι, ἀνακαλύψετε τὰ κατὰ τὸν Τίμαιον Mέρη τῆς Ψυχῆς.
ΚΟΡΥΦΗ
Ἡ κορυφὴ
Ἡ κορυφὴ (λατ. vertex), τὸ ὑψηλότερο σημεῖο τῆς κεφαλῆς. Ἐκεῖ τοποθετεῖται ἡ ἕδρα τοῦ Νοῦ, τοῦ καθάριου πυρὸς τοῦ ἀνώτατου καὶ ἀθάνατου μέρους τῆς ψυχῆς. Οἱ ἄνθρωποι μὲ ἰσχυρὰ τέτοια νοητὴ ὑπόσταση ἀπεικονίζονται μετὰ φλογεροῦ στεφάνου περὶ τῆς κεφαλῆς τους, ὅπως ὁ ἥλιος καὶ ὁ ἡλιακὸς αὐτοῦ στέφανος, ἢ κορώνα, ποὺ τὸν περιβάλλει.
Εἰς τὴν Ἰνδικὴ θρησκεία ἀναλογεῖ πρὸς τὸ 7ο Τσάκρα, τῆς κορυφῆς τῆς κεφαλῆς. Λέγεται Σαχασράρα ποὺ σημαῖνει “χιλιοπέταλος”, μία εὔστοχη περιγραφὴ τῆς κορώνας. Κέντρο τοῦ οὐρανίου Νοῦ, συμβολίζεται μὲ ροδόχρυσο χρῶμα. Λίθοι ἁρμονικοὶ εἶναι ὁ διαυγὴς κρύσταλλος χαλαζία ἢ τὸ ρουτίλιο (χαλαζίας μὲ ψήγματα χρυσοῦ), ὁ ἀποφυλλίτης, ὁ ἡλιόδωρος (χρυσοκίτρινη βήρυλλος) καὶ τὸ ζιρκόνιο.
Οἱ ἄνθρωποι στέκονται ὄρθιοι λόγῳ τῆς συνδέσεως τοῦ ὑψηλότερου σημείου τῆς κεφαλῆς τους μὲ τὸν Οὐρανό, κατὰ τὸν Πλάτωνα. Εἰς τὴν κορυφὴ εὐρίσκεται ὁ οἶκος τοῦ πλέον θεϊκοῦ καὶ ἱεροῦ τμήματός τους, ὁ ἀνώτερος νοῦς δηλαδὴ ἡ νοητὴ καὶ ἀθάνατη ἀρχὴ τῆς ψυχῆς. Πρόκειται γιὰ τὸ ἀείζωο πῦρ, οὐσία ἐκ τῆς ὁποίας ἀποτελεῖται ὁ Κόσμος καὶ οἱ Θεοί, διότι ὁ οὐρανός εἶναι πύρινος καὶ ὅλα ἐκ τοῦ πυρὸς προέρχονται καὶ εἰς αὐτὸ ἐπιστρέφουν. Κάθε στιγμή ὁ κόσμος ἀνανεώνεται καθὼς μέρη του ἐκπυρώνονται ἐνῶ ἄλλα δημιουργοῦνται ἐκ νέου, «πῦρ ποὺ συμφώνως μὲ καθορισμένα μέτρα ἀνάβει καὶ μὲ καθορισμένα μέτρα σβήνει», κατὰ τὸν Ἡράκλειτο.
Ἡ ἀέναη αὐτὴ παλμικὴ κίνηση εἰκονοποιεῖ τὴν σπειροειδὴ κυκλικότητα ποὺ ὅλα τὰ οὐράνια σώματα ἀκολουθοῦν, εἴτε πρόκειται γιὰ ἀστέρες εἴτε γιὰ γαλαξίες ἢ γιὰ ὁλόκληρα γαλαξιακὰ σμήνη. Ἡ κίνηση αὐτὴ εἶναι εὔτακτη, ῥυθμικὴ καὶ ἀντικατοπτρίζει τὸν κοσμικὸ παλμὸ ἢ, ἐάν προτιμᾶτε, τὸ κοσμικὸ χορό. Ὁμοίως τὸ σύμπαν εἶναι εὔτακτο καὶ ἡ τάξη, ὁ ρυθμός καὶ ἡ ἀρμονία ποὺ τὸ διέπει διαφαίνεται παντοῦ εἰς τὴν πλεγματικὴ δικτυακὴ γεωμετρία του, εἰς τὴν σπειροειδή του μορφὴ καὶ εἰς τὶς κινήσεις τῶν ἀστέρων καὶ τῶν γαλαξιῶν.
Ὅπως ἐπάνω ἔτσι καὶ κάτω. Οἱ ἀναλογίες τοῦ μακρόκοσμου τηροῦνται εἰς τὸν μικρόκοσμο καὶ μία θαυμάσια εἰκόνα αὐτοῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος: πλήρης, αἰώνια κινούμενος, φθαρτός ἀλλὰ καὶ ἄφθαρτος – ἕνα Φυτὸν Ουράνιον, ὅπως πολὺ ὀρθῶς τὸν ὠνόμασε ὁ Πλάτων.
Ὁ Ἀριστοτέλης εἰς τὸ ἔργο του Ἀναλυτικῶν Ὑστέρων γράφει ὅτι ἀπὸ τὶς καταστάσεις τῆς διανοίας μὲ τὶς ὁποῖες ἀντιλαμβανόμαστε τὴν ἀλήθεια, ὁρισμένες εἶναι πάντα ἀληθεῖς ἐνῶ ἄλλες ἐπιδέχονται ψεύδους ὅπως ἡ γνώμη, γιὰ παράδειγμα, καὶ ὁ συλλογισμός. Πάντα ἀληθῆ εἶναι ἡ ἐπιστήμη καὶ ὁ νοῦς. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση, ἡ διὰ τῆς ἀποδείξεως γνώση, ἐνῶ τὸ δεύτερο ἡ διαισθητικὴ γνώση, ποὺ εἶναι ἄμεση καὶ δὲν προέρχεται ἀπὸ ἀπόδειξη. Μεταξὺ τῶν δύο κανένα ἄλλο εἶδος ἐπιστήμης δὲν εἶναι ἀκριβέστερο ἀπὸ τὸν νοῦ.
Ἐπιστήμη τῶν ἀρχῶν, τῶν πρώτων καὶ ἄμεσων προϋποθέσεων / παραδοχῶν, δὲν ὑπάρχει· τουτέστιν ἡ γνώση τῶν πρώτων ἀρχῶν δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη, ἡ ὁποία εἶναι διαλεκτική (μετὰ λόγου). Καὶ ἐπειδὴ τίποτε δὲν εἶναι ἀληθέστερο τῆς ἐπιστήμης ἐκτὸς ἀπὸ τὸν νοῦ, εἶναι ὁ νοῦς ποὺ ἀντιλαμβάνεται ἀπευθείας τὶς ἀρχές. Ἀρχὴ τῆς ἀποδείξεως δὲν εἶναι ἡ ἀπόδειξη, οὔτε ἀρχὴ τῆς ἐπιστήμης ἡ ἐπιστήμη. Καὶ ἐφόσον τὸ μόνο ἄλλο εἶδος ποὺ εἶναι ἀληθὲς ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη εἶναι ὁ νοῦς, τότε ὁ νοῦς εἶναι ἡ ἀρχή, ἡ πρωταρχικὴ πηγὴ τῆς ἐπιστήμης.
Ἐπιστρέφοντας στὸν Πλάτωνα, αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς γνώσης, ἡ διαισθητικὴ καὶ ἄμεση γνώση τῶν πρώτων ἀρχῶν, συνδέεται μὲ τὴν Ἀνάμνηση. Πρὶν ἀπὸ τὴν γέννησή της ἡ ψυχὴ περιφέρεται στοὺς οὐρανοὺς ἀτενίζοντας τὰ ἀληθῆ (ὄντως ὄντα) καὶ ἔτσι τὰ γνωρίζει. Κατερχόμενη πρὸς γέννηση “μεθάει” ἀπὸ τὶς ἐντονότερες αἰσθήσεις τοῦ σώματος καὶ αὐτὸ τὸ “μεθύσι” εἶναι ἡ Λήθη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ ψυχὴ κινδυνεύει νὰ ξεχάσῃ τὴν προγενέστερη γνώση της.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἂν καὶ ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι προφανὴς εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἐντούτοις ὅλοι σχηματίζουν τὴν γνῶμη τους περὶ αὐτῆς – καὶ τὸ ἐλάττωμα τῆς μνήμης εἶναι ἡ προέλευση της γνώμης. Ὅμως ὅσοι ἔχουν “μεθύσει” λιγότερο ἀπὸ την λήθη, ἐκείνοι ἀνακαλύπτουν τὰ καλὰ καὶ οὐσιώδη ἐπειδή εὔκολα θυμοῦνται αὐτὰ ποὺ εἶχαν γνωρίσει προηγουμένως στοὺς οὐρανούς.
ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ
Ὁ ἐγκέφαλος
Ὁ ἐγκέφαλος (λατ. cerebrum), ὁ κύριος φορέας τῆς ἀθανάτου ψυχῆς. Ἐκεῖ ἐδράζει ἡ διάνοια καὶ ἡ λογικὴ σκέψη, μέσῳ τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ γνωρίσῃ τὴν οὐσία τοῦ Κόσμου, νὰ φιλοσοφήσῃ καὶ νὰ ἀναπτύξῃ τὴν συνείδησή του φθάνοντας εἰς τοὺς Θεούς.
Εἰς τὴν Ἰνδικὴ θρησκεία ἀναλογεῖ πρὸς τὸ 6ο Τσάκρα, μεταξὺ τῶν ὀφθαλμῶν. Λέγεται Ἄτζνα ποὺ σημαίνει "ἡγετικὴ ἀρχή" ἢ "ἐκτέλεση", ταιριαστὸ ὄνομα γιὰ τὸ κέντρο τῆς διάνοιας καὶ τῆς λογικῆς. Κέντρο τῆς Διανοήσεως, συμβολίζεται μὲ ἰῶδες χρῶμα. Λίθοι ἁρμονικοὶ εἶναι ὁ ἀδάμας (διαμάντι), ὁ ἀμέθυστος, ὁ σάπφειρος, τὸ κοράλι, ὁ μαργαρίτης (μαργαριτάρι), ὁ γαλακτώδης κρύσταλλος χαλαζία, καὶ ὁ τουρμαλίνης.
Ἀντικατοπτρίζοντας τὸ σφαιρικὸ σχῆμα τοῦ σύμπαντος, οἱ Θεοί ἔδωσαν στὸν ἀνθρώπο σῶμα σφαιρικό, αὐτὸ ποὺ σήμερα ἀποκαλοῦμε κεφαλή, καὶ ἐκεῖ ἐνσωμάτωσαν τὶς δύο θεϊκὲς κυκλικὲς τροχιές: μία κίνηση ὀμαλῆς περιστροφῆς, ἀφοῦ διαλογίζεται πάντα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ γιὰ τὰ ἴδια πράγματα, καὶ μία κίνηση πρὸς τὰ ἐμπρός, ἀφοῦ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ὀμοιόμορφη περιφορὰ τοῦ Ταυτοῦ. Οὕτως ἡ κεφαλή εἶναι τὸ θεϊκὸ μέρος, αὐτὸ ποὺ ἐξουσιάζει ὅλο τὸ ὑπόλοιπο σῶμα θέτοντας τὸ εὐέλικτο αὐτὸ ὄχημα ὑπὸ τὴν ὑπηρεσία τῆς κεφαλῆς, γιὰ νὰ τὸ βοηθᾷ εἰς τὴν ἐκτέλεση ὅλων τῶν δυνατῶν κινήσεων.
Ὁ μυελός, τὸ ἀγκυροβόλιο τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἴδια ἡ οὐσία της και ἐκεῖ ὅπου στερεώνονται οἱ δεσμοὶ τῆς ζωῆς. Αὐτὸ τὸ μέρος τοῦ μυελοῦ ποὺ ἀποτελεῖ γόνιμο ἔδαφος – ὑπόστρωμα γιὰ τὸ θεῖο σπέρμα, ἔχει σχῆμα σφαιρικὸ διότι στεγάζεται ἐντός τῆς κεφαλῆς κάθε ὁλοκληρωμένου ἐμβίου ὄντος καὶ ὀνομάζεται ἐγκέφαλος. Ὁ ἐγκέφαλος καλύπτεται διὰ λίαν λεπτοῦ ὀστοῦ καὶ μεσολαβεῖ ἡ κατὰ τὸ δυνατὸν ὁλιγοτέρα σάρκα, διότι ἡ ὀξεία αἴσθηση δὲν συνυπάρχει μὲ τὰ χονδρὰ ὀστὰ καὶ τὴν πυκνὴ σάρκα. Ἒτσι ὁ ἐγκέφαλος εἶναι τὸ πλέον φρόνιμο και εὐαίσθητο μέρος τοῦ σώματος ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ τὸ πλέον εὐάλωτο.
Ἐπειδὴ μία ἐκ τῶν δύο θεϊκῶν κινήσεων εἶναι αὐτὴ πρὸς τὰ ἐμπρὸς, τὸ ἐμπρόσθιο μέρος θεωρεῖται εὐγενέστερο καὶ ἡγετικότερο ἀπὸ τὸ ὀπίσθιο. Εἰς τὴν σφαῖρα τῆς κεφαλῆς λοιπὸν διαχωρίζεται ἡ ἐμπρόσθια πλευρά διὰ τοῦ προσώπου, τὸ ὁποῖο εἶναι προικισμένο μὲ ὄργανα ἰκανὰ νὰ ἐκφράσουν κάθε προσδοκία τῆς ψυχῆς. Τὸ κυριότερο ὄργανό του εἶναι οἱ οφθαλμοί, ποὺ ὀνομάζονται φωσφόροι. Ἡ ἀνόθευτη φωτιά, ἡ εὐρισκομένη ἐντός τοῦ σώματος εἶναι ἀδελφὴ τῆς ἥμερης φωτιᾶς τοῦ ἡμερησίου φωτός, καὶ ῥέει διαμέσῳ τῶν ὀφθαλμῶν λεία καὶ πυκνή. Τὸ δὲ κέντρο τῶν ὀφθαλμῶν εἶναι ἰδιαιτέρως πολυπλεγμένο οὕτως ὥστε νὰ λειτουργῇ ὡς φίλτρο, φράζοντας τὴν δίοδο εἰς τὰ συμπαγῆ ὑλικὰ καὶ ἀφήνοντας νὰ περάσῃ μόνον ἡ καθαρὴ φωτιὰ.
Εἰς τὸ φῶς τῆς ἡμέρας τὸ ρεῦμα τῆς ὁράσεως βγαίνει ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς καὶ καθὼς τὸ ὅμοιο ἔλκεται ἀπὸ τὸ ὅμοιο, συνενώνεται μὲ τὸ ἐξωτερικὸ φῶς καὶ δημιουργεῖται οὕτως ἕν σῶμα ὁμοιογενὲς οἰκεῖο γιὰ ἐμᾶς εἰς τὴν εὐθεία τῶν ὀφθαλμῶν, ὁπουδήποτε κι ἂν εὑρίσκεται τὸ ἐξωτερικὸ ἀντικείμενο ἐπὶ τοῦ ὁποῖου προσκρούει τὸ ῥεῦμα αὐτό, καὶ μεταφέρει τὶς κινήσεις ποὺ προκαλοῦνται κατὰ τὴν πρόσκρουση διαμέσῳ ὅλου τοῦ σώματος εἰς τὴν ψυχὴ μὲ ἀποτέλεσμα τὴν γέννηση τῆς αἰσθήσεως ποὺ καλεῖται ὅραση. Ὅταν ἡ ἀδελφικὴ φωτιὰ χάνεται καθὼς ἐρχεται ἡ νύκτα, τὸ ῥεῦμα τῆς ὁράσεως ἀποκόπτεται διότι καθὼς έξέρχεται ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ κατευθύνεται πρὸς κάτι ἀνόμοιο ἀλλοιώνεται καὶ τελικῶς σβῆνει.
Τὸ ἄτομο δὲν βλέπει πλέον και ἔτσι ἐπέρχεται ὁ ὕπνος. Ὅταν κλείνουν τὰ βλέφαρα – οἱ προστάτες τῆς ὀράσεως – ἡ δύναμη τῆς φωτιᾶς φυλακίζεται εἰς το ἐσωτερικό, οἱ ἐσωτερικὲς κινήσεις διαχέονται κι ἐξομαλύνονται καὶ ἐπικρατεῖ γαλήνη. Ἡ πλήρης γαλήνη ὀδηγεῖ εἰς ὕπνο βαθὺ μὲ ἐλάχιστα ὄνειρα. Ἐὰν ὡστόσο παραμείνουν κάποιες βασικὲς κινήσεις, τότε ἀναδύονται ποικίλες φανταστικὲς εἰκόνες ἀνάλογες μὲ τὸ εἶδος τῶν κινήσεων καὶ τὴν περιοχὴ ὅπου ἔχουν ἀπομείνει – εἰκόνες ποὺ ἔχουν ἀναπλασθεῖ ἐντός μας ἀλλὰ ποὺ ὅταν ξυπνήσουμε θυμόμασθε σὰν ἐξωτερικὰ γεγονότα.
Ἡ μόνη ὀντότητα εἰς τὴν ὁποία ἀρμόζει ἡ ἀπόκτηση τοῦ νοῦ εἶναι ἡ ψυχή. Ἡ μεγαλύτερη ὠφέλεια ποὺ προσφέρουν οἱ ὀφθαλμοί εἶναι ἡ ὅραση, διότι δίχως αὐτὴν δὲν θὰ μπορούσαν νὰ εἰδωθοῦν καί νὰ παρατηρηθοῦν οἱ ἀστέρες, ὁ Ἥλιος, ἡ Σελήνη καὶ ὁ οὐρανός. Ἐνῶ τῶρα ἡ παρατήρηση τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτός, τῶν μηνῶν, τῆς ἐναλλαγῆς τῶν ἐτῶν, τῶν ἰσημεριῶν καὶ τῶν τροπικῶν, ὀδήγησε εἰς τὴν ἐπινόηση τῶν ἀριθμῶν, ἔδωσε τὴν ἔννοια τοῦ Χρόνου καὶ ὥθησε εἰς τὴν διερεύνηση τῆς φύσεως τοῦ σύμπαντος. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν πηγὴ ἀντλοῦν οἱ ἄνθρωποι τὴν φιλοσοφία, τὸ μέγιστο ἀγαθὸ ποὺ ἐδώρισαν ἢ θὰ δωρίσουν ποτὲ οἱ Θεοί στοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους.
ΙΣΘΜΟΣ
Ὁ Ἰσθμὸς
Ὁ τράχηλος (λατ. collum), ἡ περιοχὴ τοῦ λαιμοῦ καὶ τοῦ αὐχένος ἀποτελεῖ τὸ ὅριο μεταξὺ τοῦ ἀθάνατου καὶ τοῦ θνητοῦ μέρους τῆς Ψυχῆς, καλεῖται δὲ Ἰσθμός. Ἡ κύρια λειτουργία τοῦ ἰσθμοῦ εἶναι ἡ ἐπικοινωνία τῶν δύο αὐτῶν μερῶν καὶ ταυτοχρόνως ἡ προστασία τοῦ ἀνώτερου μέρους ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀνάγκες τοῦ κατώτερου.
Εἰς τὴν Ἰνδικὴ θρησκεία ἀναλογεῖ πρὸς τὸ 5ο Τσάκρα, τοῦ λαιμοῦ. Λέγεται Βισούντχα ποὺ σημαίνει “καθαρμός” ἢ “καθαρότητα”, ὄνομα δηλωτικὸ τῆς προστατευτικῆς καὶ καθαρτικῆς λειτουργίας γιὰ τὸ ἀνώτερο μέρος τῆς ψυχῆς. Κέντρο τῆς Ἐπικοινωνίας, συμβολίζεται μὲ φωτεινὸ γαλανὸ χρῶμα. Λίθοι ἁρμονικοὶ εἶναι ὁ λάπις λαζούλι, ὁ γλαυκὸς ἀχάτης, ὁ ἀζουρίτης, τὸ ἤλεκτρο, ὁ χαλαζίας λίθος ὁ καλούμενος “ὀφθαλμὸς τίγρεως”, τὸ γλαυκὸ ὀπάλιο, καὶ οἱ λίθοι τυρκουὰζ καὶ ἀκουαμαρίνα.
Ἡ ἀθάνατη ἀρχὴ τῆς ψυχῆς ἑδράζει εἰς τὴν περιοχὴ τῆς κεφαλῆς ἔχουσα ὡς ὄχημα ὅλο τὸ θνητὸ σῶμα. Γιὰ ἐκεῖνο ἄλλο εἶδος ψυχῆς ἐπλάσθη, τὸ θνητὸν (θνητὸ μέρος τῆς ψυχῆς), ποὺ κατοικεῖ ἀλλοῦ εἰς τὸ σῶμα. Ἀναγκαῖο ὅριο μεταξὺ τῶν δύο μερῶν αὐτῶν εἶναι ὁ τράχηλος, ποὺ ὁ Πλάτων ὀνομάζει ἰσθμό καὶ ὅριο μεταξὺ τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ στήθους. Κρατεῖ τὰ δύο μέρη χωριστὰ ὥστε τὸ ἀνώτερο μέρος νὰ παραμένῃ ἀγνότερο καὶ ἀνενόχλητο ἀπὸ τὶς ταραχὲς ποὺ κατ’ ἀνάγκη φέρει τὸ θνητὸ μέρος.
Ἐπίσης λειτουργεῖ ὡς ἀμφίδρομη γέφυρα ἐπικοινωνίας μεταξὺ τῶν δύο μερῶν, προάγοντας τὴν ἁρμονικὴ συνεργασία ταυτοχρόνως μὲ τὴν προφύλαξη τοῦ ἀθανὰτου μέρους. Ἡ διττή του λειτουργία φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ στόμα ποὺ ἐξυπηρετεῖ τόσο τὶς ἀνάγκες τῆς θρέψεως ὅσο καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρίστων.
Ἡ εἴσοδος τοῦ στόματος ἐξυπηρετεῖ τὸ ἀναγκαῖο, διότι ἀναγκαῖα εἶναι αὐτὰ ποὺ εἰσέρχονται καὶ προσφέρουν τροφὴ γιὰ τὸ σῶμα, ἐνῶ ἡ ἔξοδος ἀπὸ αὐτὸ ἐξυπηρετεῖ τὸ ἄριστο, διότι τὸ ρεῦμα τῶν λόγων ποὺ ῥέει πρὸς τὰ ἔξω καὶ τίθεται εἰς τὴν ὑπηρεσία τῆς φρονήσεως εἶναι ἡ πλέον κάλλιστη καὶ ἄριστη πηγή ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ φαντασθῆ κανείς.
Ὁ Πλούταρχος προσθέτει ὅτι τὸ ἔθιμο τῆς φιλοσοφικῆς συζητήσεως κατὰ τὴν διάρκεια τῶν συμποσίων προέκυψε ὥστε νὰ ἀποτραβιέται ἡ προσοχὴ ἀπὸ τὴν τροφὴ καὶ ἀπεναντίας νὰ ἐπικεντρώνεται εἰς τὴν πνευματικὴ δραστηριότητα κατὰ τὴν συνεστίαση, ποὺ τὴν ἐξυψώνει ἀπὸ τὸ ἀναγκαῖο πρὸς τὸ ἀγαθό.
ΦΡΗΝ
Ἡ Φρήν
Ἡ φρὴν (λατ. cor), ἡ θωρακικὴ χώρα ἄνω τοῦ διαφράγματος καὶ ὑπὸ τοῦ λαιμοῦ φιλοξενεῖ τὸ ἀνώτερο ἐκ τῶν θνητῶν μερῶν τῆς Ψυχῆς, τὸ ὁποῖο καλεῖται “θυμοειδὲς”. Ἐδῶ εὑρίσκεται ἡ ἕδρα τῶν συγκινήσεων ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἔνταση καὶ πάθος, ὄπως ἡ ἀνδρεία, ὁ θυμός, ὁ ἔρως. Συσχετίζεται δὲ μὲ τὸ “πνεῦμα” (τὴν ἀναπνοή), τὴν θεία πνοὴ καὶ τὴν ἔμπνευση τῶν εὐγενῶν ἰδεῶν.
Εἰς τὴν Ἰνδικὴ θρησκεία ἀναλογεῖ πρὸς τὸ 4ο Τσάκρα, τῆς καρδιᾶς. Λέγεται Ἀναχάτα ποὺ σημαίνει “ἐκεῖνο ποὺ δὲν χτυπιέται” ἀναφορικῶς μὲ τὴν ἐκπεμπτικὴ λειτουργία του: νὰ αἰσθάνεται, νὰ ἐμπνέῃ, νὰ ἐκφράζῃ τὴν συγκίνηση. Συνδέεται μὲ τὴν «πράνα», τὴν ζωτικὴ πνοὴ καὶ τὴν λειτουργία τῆς ἀναπνοῆς. Κέντρο τοῦ Συναισθήματος, συμβολίζεται μὲ πράσινο χρῶμα. Λίθοι ἁρμονικοὶ εἶναι ὁ σμάραγδος, τὸ ρουμπίνι, ὁ μαλαχίτης, ὁ νεφρίτης (ζάντ), ὁ ἀβεντουρίνης, ὁ ὀφίτης, τὸ περίδοτο, τὸ πορτοκαλὶ ὀπάλιο καὶ ὁ ῥοδόχρωμος χαλαζίας.
Τὸ θνητὸ μέρος τῆς ψυχῆς περιλαμβάνει τὰ δεινὰ καὶ ἀναγκαῖα πάθη: τὴν ηδονή, τὶς λύπες, τὸ θάρρος καὶ τὸν φόβο – τοὺς ἄφρονες συμβούλους κατὰ Πλάτωνα –, τὸν θυμὸ ποὺ δύσκολα ἀκούει συμβουλὲς καὶ καταλαγιάζει καὶ τὴν ἐλπίδα. Εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὸ παράλογο αἴσθημα καὶ μὲ τὸν ἔρωτα, τὸν ἐπιχειρητὴ τῶν πάντων. Ὅπως ἡ θνητὴ ψυχή θεωρεῖται πὼς διαθέτει μία καλλιτέρα καὶ μία χειροτέρα πλευρά, ἡ θωρακικὴ κοιλότητα ἐπίσης χωρίζεται εἰς δύο μέρη ἔχοντας ἐν μέσῳ τὸ διάφραγμα.
Ἐκεῖνο τὸ μέρος τῆς ψυχῆς ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀνδρεία καὶ πάθος ἐπειδὴ ἔχει τάση ἐπιβολῆς εὑρίσκεται ἐγγύτερα τῆς κεφαλῆς, μεταξὺ τοῦ διαφράγματος καὶ τοῦ λαιμοῦ, ὥστε νὰ ἀκούῃ τὸν ὀρθὸ λόγο καὶ νὰ συμπράττῃ εἰς τὴν χαλιναγώγηση τῶν ἐπιθυμιῶν. Ἡ δὲ καρδιά, ὁ κόμβος τῶν φλεβῶν καὶ τοῦ αἵματος ποὺ διατρέχει ὁρμητικῶς ὅλα τὰ μέλη, εὑρίσκεται εἰς τὴν θέση τῆς σκοπιᾶς, δηλαδὴ τοῦ φρουροῦ.
Ὅταν μαίνεται ὁ θυμός καὶ καθὼς ὁ λόγος ἀναγγέλει τὴν τέλεση μίας ἀδίκου πράξεως, εἴτε ἀπὸ ἐξωτερικούς παράγοντες εἴτε ἀπὸ τὶς ἐσωτερικὲς ἐπιθυμίες, ἡ καρδιὰ διαμέσου ὅλων τῶν στενωπῶν μεταφέρει ταχέως τὶς διαταγὲς καὶ τὶς ἀπειλὲς πρὸς κάθε μέρος τοῦ σώματος ποὺ δύναται νὰ τὶς ἀντιληφθῇ, ὥστε νὰ συμμορφωθῇ μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ ἀνώτερου μέρους τῆς ψυχῆς.
Ἡ καρδιὰ πρὸ τοῦ ἐπερχόμενου κινδύνου καὶ τῆς ἐγέρσεως τοῦ θυμοῦ ἀναταράσσεται καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ διέγερση τῶν παθῶν ἐκδηλώνεται μὲ τὴν μορφὴ τοῦ πυρὸς. Οὕτως πλησίον τῆς καρδιᾶς εὑρίσκονται οἱ πνεύμονες γιὰ νὰ τὴν βοηθοῦν, ἀπορροφῶντας τὸν ἀέρα καὶ τὰ ὑγρά, ψύχοντας τὴν καρδιὰ καὶ παρέχοντας δροσιὰ καὶ χαλάρωση κατὰ τὴν ὑπερθέρμανση. Γιὰ τοῦτο καὶ οἱ πνεύμονες περιβάλλουν τὴν καρδιὰ σὰν μαλακὸ καὶ προστατευτικὸ πλέγμα, οὕτως ὥστε ὅταν τὸ πάθος δυναμώνει ἐντός της νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ τὸ μαλακό της περίβλημα, νὰ δροσίζεται καὶ μειώνοντας τοὺς πόνους της νὰ δύναται μαζί μὲ τὸν θυμὸ νὰ ὑπηρετῇ εὐκολοτέρως τὸν λόγο.
Τὰ δύο μέρη τῆς θνητῆς ψυχῆς συνδέονται ἀντιστοίχως μὲ τὸν θυμό, δηλαδὴ τὴν διάθεση, καὶ τὶς ἐπιθυμίες εὑρισκόμενα τὸ πρῶτο εἰς τὸ στῆθος καὶ τὸ δεύτερο εἰς τὴν κοιλιακὴ χώρα. Ὁ θυμός καθορίζει τὴν ἀνθρώπινη ἀνδρεία καὶ τὴν θέληση γιὰ ἐπικράτηση, συνδέεται μὲ τὴν λειτουργία τοῦ αἵματος στὸν ὀργανισμὸ καὶ διατηρεῖ μεγαλυτέρα συγγένεια πρὸς τὴν φρόνηση.
ΓΑΣΤΗΡ
Ἡ Γαστήρ
Ἡ γαστὴρ (λατ. abdomen), ἡ κοιλιακὴ χώρα ὑπὸ τοῦ διαφράγματος καὶ ἄνω τοῦ ὀμφαλοῦ φιλοξενεῖ τὸ κατώτερο ἐκ τῶν θνητῶν μερῶν τῆς Ψυχῆς, τὸ ὁποῖο καλεῖται “ἐπιθυμητικόν”. Κύρια λειτουργία του εἶναι ἡ θρέψη τοῦ σώματος. Ἐπιθυμητικὸν ἔχουν ἐπίσης τὰ δένδρα καὶ τὰ φυτά. Τοῦτο εἶναι ἡ πηγὴ πάσας ἐπιθυμίας σχετικῆς μὲ τὶς σωματικὲς ἀνάγκες ὄπως ἡ ὄρεξη τοῦ σώματος γιὰ τροφὴ καθὼς καὶ ἄλλες ὀρέξεις ὄπως ἡ ἐρωτική.
Εἰς τὴν Ἰνδικὴ θρησκεία ἀναλογεῖ πρὸς τὸ 3ο Τσάκρα, τοῦ ἡλιακοῦ πλέγματος. Λέγεται Μανιπούρα ποὺ σημαίνει “χώρα τοῦ λαμπεροῦ κοσμήματος” καὶ ἡ λειτουργεία του εἶναι ἐπιθετική: νὰ κατακτᾷ, νὰ καταναλώνῃ, νὰ μετασχηματίζῃ ἄλλα πράγματα εἰς μέρη τοῦ ἑαυτοῦ του. Κέντρο τῆς Θέλησεως, συμβολίζεται μὲ λαμπερὸ κίτρινο χρῶμα. Λίθοι ἁρμονικοὶ εἶναι ὁ κρύσταλλος ῥουτιλίου, ὁ κιτρίνης κρύσταλλος, ὁ κίτρινος ἴασπις, τὸ ἤλεκτρον, ὁ ἡλιόδωρος (χρυσοκίτρινη βήρυλλος), ὁ λίθος ὁ καλούμενος "γαλῆς ὀφθαλμός" καὶ τὸ τοπάζιο.
Τὸ ἄλλο μέρος τῆς ψυχῆς, ἐκεῖνο ποὺ ἐπιθυμεῖ τὰ φαγητά, τὰ ποτά και ὅ,τι ἄλλο τοῦ ἐπιβάλλει ἡ φύση τοῦ σώματος, εὑρίσκεται μεταξὺ τοῦ διαφράγματος καὶ τοῦ ὁρίου τῆς περιοχῆς τοῦ ὀμφαλοῦ. Ὁ χώρος αὐτὸς εἶναι σὰν φάτνη γιὰ τὴν τροφὴ τοῦ σώματος. Αὐτὸ τὸ μέρος τῆς ψυχῆς δὲν πρόκειται ποτέ νὰ κατανοήσῃ τὸν ὀρθὸ λόγο καὶ ἂν ἀκόμη ἐρχόταν εἰς ἐπαφὴ μὲ ἐπιχειρήματα θὰ ἀδυνατοῦσε νὰ ἀντιληφθῇ τὴν σημασία τους. Ἔτσι εὑρίσκεται εἰς τὴν μεγαλυτέρα ἀπόσταση ἀπὸ τὴν ἔδρα τῶν ἀποφάσεων, τὴν κεφαλή, ὥστε νὰ προκαλῇ τὸν ἐλάχιστο θόρυβο καὶ τὴν ἐλάχιστη ἐνόχληση ἐπιτρέποντας εἰς τὸ κυρίαρχο μέρος τῆς ψυχῆς νὰ διαβουλεύεται ἀπερίσπαστο.
Τὸ μέρος αὐτὸ τῆς ψυχῆς ὅμως ἔχει μία ἰδιότητα: νὰ ψυχαγωγεῖται άπὸ τὰ εἴδωλα καὶ τὰ φάσματα τῆς νυκτὸς καὶ τῆς ἡμέρας. Το χάρισμα αὐτὸ ἀξιοποιεῖ τὸ ἧπαρ, ποὺ κατοικεῖ μαζί του εἰς τὴν ἱδία περιοχή. Τὸ ἧπαρ εἶναι πυκνό, λεῖο και λαμπερὸ, προικισμένο μὲ γλυκύτητα ἀλλὰ καὶ μὲ πικρότητα. Ὑπὸ καταστάσεων φόβου ἢ ἀπειλῆς, τὸ ἧπαρ ἀποκτᾶ ἕνα πρασινωπὸ χολῶδες χρῶμα, συμπιέζεται ἀπὸ ἄκρη εἰς ἄκρη, ζαρώνει καὶ τραχύνεται φράζοντας τὶς πύλες εἰσόδου του καὶ προκαλῶντας πόνους και λύπες.
Ὅταν ὅμως δέχεται πνοὴ πραότητος ἐκ τῆς διανοίας, τότε ἡ πικρότητα ἡρεμεῖ ἐνῶ ἡ γλυκύτητα ἐνεργοποιεῖται καὶ τὰ στοιχεῖα τοῦ ἥπατος ἐπανέρχονται εἰς τὴν ὀρθὴ λεία καὶ ἐλευθέρα μορφή τους. Τότε τὸ σύνοικο μέρος τῆς ψυχῆς γίνεται ἤπιο κι εὐτυχὲς τὴν νύκτα καὶ καθὼς εἶναι ἀποκομμένο ἀπὸ τὸν λόγο καὶ τὴν φρόνηση, ἐπιδίδεται με σοβαρότητα εἰς τὴν ὀνειρομαντεία. Οὕτως τὸ μαντεῖον τοῦ σώματος διὰ τῆς ἐκεῖ θέσεώς του προσδίδει εἰς τὸ ἀνάξιο μέρος τῆς ψυχῆς μιὰ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἀλήθεια.
Οὐδεῖς ἀσκεῖ τὴν ἀληθινὴ κι ἐμπνευσμένη μαντικὴ μὲ τὸν νοῦ του, ἀλλὰ εἴτε κατὰ τὸν ὕπνο του, ὅταν ἡ δύναμη τῆς φρονήσεως εἶναι ἀδρανής, εἴτε ὅταν μεταμορφώνεται ἀπὸ κάποια ἀσθένεια ἢ ἀπὸ ἱερὸ παροξυσμό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀνακτᾶ τὴν λογική του ἀναπολεῖ τὸ ὄνειρο ἢ τὸ ὅραμα – τὶς μαντικὲς ἢ θεϊκὲς ῥήσεις, τὰ φάσματα ποὺ εἶδε – καὶ μὲ τὴν λογική του προσπαθεῖ νὰ διακρίνῃ τὶ ἀκριβῶς σημαίνουν. Καὶ γιὰ ὅσο καιρὸ ζεῖ οἱ ἐνδείξεις τοῦ ἥπατος εἶναι ἀρκοῦντως σαφεῖς, ὅταν ὅμως ἀποθάνῃ αὐτὸ γίνεται τυφλὸ καὶ τὰ μαντικά του σημεῖα λίαν συγκεχυμένα, γιὰ νὰ τοὺς ἀποδοθεῖ νόημα σαφές.
Ὁ Πλάτων εἰς τὸν Τίμαιο ἀποσαφηνίζει τὴν σχέση τῶν ὀνείρων μὲ τὰ μέρη τῆς ψυχῆς, ἀποσυνδέοντάς τα ἀπὸ τὸ ἀνώτερο μέρος τῆς ψυχῆς καὶ τοποθετῶντας τα εἰς τὸ κατώτερο θνητὸ μέρος. Εἰς τὴν Πολιτεία ὑποστηρίζει ὅτι ὅποιος φροντίζει καλῶς καὶ καταπραΰνει τὸ ἐπιθυμητικὸν καὶ τὸ θυμοειδὲς μέρος τῆς ψυχῆς του, δὲν ἔχει νὰ φοβηθῇ τίποτε ἀπὸ τὰ φάσματα ποὺ ἐμφανίζονται εἰς τὰ ὄνειρά του – τὶς θηριώδεις καὶ ἀναίσχυντες εἰκόνες ποὺ ταλαιπωροῦν τοὺς περισσότερους ἀνθρώπους.
Ἀντιθέτως μάλιστα γιὰ τοὺς ἀγαθούς τὰ ὄνειρα ἔχουν θετικὴ λειτουργία ποὺ μπορεῖ μάλιστα νὰ ἅπτεται τῆς ἀληθείας. Οὕτως ὁ Πλάτων περιγράφει τὰ ὄνειρα τοῦ Σωκράτους εἰς τὸν Κρίτωνα, ὅπου μιὰ γυναίκα τοῦ ἀποκαλύπτει διὰ τελετουργικῆς και συμβολικῆς γλώσσας ὅτι ὁ θάνατός του θὰ καθυστερήσει κατὰ μία ἡμέρα καὶ εἰς τὸν Φαίδωνα, ὅπου πρὸς τὸ τέλος τὴς ζωῆς του παίρνει κατὰ γράμμα τὸ ἐπίμονο ὄνειρο ποὺ τοῦ ἐπέτασσε νὰ ἀσχοληθῇ μὲ τὴν μουσική, ἐνῶ ἕως τότε τὸ ἑρμήνευε ὡς προτροπὴ γιὰ τὴν φιλοσοφία, τὴν μεγίστη μουσική.
Εἰς τὸν Φαίδρο ὁ Πλάτων συνδέει τὸν μάντη μὲ τὸ μένος (τὴν μαντικὴ μὲ τὴν μανική) καὶ διαχωρίζει τὸ ἔργο του ἀπὸ τὴν οἰωνιστική, τὴν τῶν ἐμφρόνων ζήτηση τοῦ μέλλοντος, τὴν λογικὴ δηλαδή ἑρμηνεία τῶν θείων σημάτων. Ὑποστηρίζει ὅτι ἡ οἰωνιστικὴ προῆλθε ἀπὸ τὴν οἰονοϊστική, ποὺ ἐτυμολογικῶς ἐμπεριέχει τὴν ἀνθρώπινη οἲηση, τὸν νοῦ καὶ τὴν ἱστορία. Ἐπίσης ἀπορρίπτει τὴν λαϊκὴ πίστη γιὰ τὴν οἰωνοσκοπία ἀπὸ τὰ ἐντόσθια τῶν θυσιασθέντων σφαγίων, ἐξηγῶντας εἰς τὸν Τίμαιο ὅτι τὸ ἧπαρ δὲν διατηρεῖ τὴν μαντική του ἱδιότητα ὅταν ἀποθάνει καὶ μόνον συγκεχυμένα σημεῖα δύναται νὰ δώσῃ. Ὁ Πλάτων ἀποδίδει τὴν ἱδιαιτέρα αὐτὴ λειτουργία τοῦ ἥπατος εἰς ὅλους τοὺς ζωικοὺς ὀργανισμοὺς καὶ ὅχι μόνον εἰς τὸν ἀνθρώπινο.
ΓΟΝΗ
Ἡ Γονή
Ἡ γονὴ (λατ. genitalia), τὰ γεννητικὰ μέρη ὄπως ἡ μήτρα καὶ τὸ σπέρμα, παρέχουν τὴν ἀναπαραγωγικὴ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ μυελὸς τῶν ὀστῶν εἶναι ἡ λεπτοφυὴς ὕλη τῆς ἰδίας τῆς ψυχῆς καὶ ὁ δεσμὸς τῆς ζωῆς μὲ τὸν ὁποῖον ἀρμόζεται ἡ Ψυχὴ στὸ Σῶμα. Ὁ μυελὸς τοῦτος κατερχόμενος ἀπὸ τὴν σπονδυλικὴ στήλη, συγκεντρώνεται εἰς τὴν γονή, τὰ γεννητικὰ ὄργανα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ γίνεται ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἀπὸ ὅπου προβάλλει τὸ νεογνό.
Εἰς τὴν Ἰνδικὴ θρησκεία ἀναλογεῖ πρὸς τὸ 2ο Τσάκρα, τῶν γεννητικῶν ὀργάνων. Λέγεται Σβαντχιστχάνα ποὺ σημαίνει “τὸ ἀγαπημένο της μέρος”, ταιριαστὸ ὄνομα γιὰ τὸ ἀφροδίσιο κέντρο. Κέντρο τῆς ἀναπαραγωγῆς καὶ τῆς ἐρωτικῆς πράξεως, συμβολίζεται μὲ ἀνοιχτὸ ἐρυθρὸ χρῶμα. Λίθοι ἁρμονικοὶ εἶναι ὁ ἀμετρίνης κρύσταλλος, ὁ πυρόχρωμος καὶ ἐρυθρὸς ἀχάτης, ὁ ἐρυθρὸς γρανάτης, ὁ ἐρυθρὸς ἴασπις, τὸ ἠλιοτρόπιο (κοιν. αἱματόπετρα), τὸ καρνεόλιο, ὁ σεληνόλιθος καὶ ὁ ῥοδοχρωσίτης.
Τὸ ἀθάνατον μέρος τῆς ψυχῆς συγκεντρώνεται εἰς τὴν περιοχὴ τῆς κεφαλῆς καὶ ἰδίως εἰς τὸν μυελὸ τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ποὺ ὁ Πλάτων ὀνομάζει καὶ σπέρμα. Εἰς τὴν ἔξοδο τῶν ποτῶν, ἐκεῖ ὅπου φθάνουν τὰ πόσιμα ὑγρὰ ἀφοῦ ὁλοκληρώσουν τὴν διαδρομή τους ἀπὸ τοὺς πνεύμονες καὶ τὰ νεφρὰ καταλήγοντας εἰς τὴν κύστη ἀπὸ ὅπου καὶ ἀποβάλλονται μὲ τὴν πιέση τοῦ ἀέρος, οἱ θεοὶ ἄνοιξαν δίοδο ἐπικοινωνίας μὲ τὸν μυελό, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν κεφαλὴ καὶ τὸν αὐχένα ἐκτείνεται συμπαγῆς κατὰ μήκος τῆς σπονδυλικῆς στήλης (ἡ ἱερὰ σύριγξ).
Ὁ μυελός ὅμως εἶναι ἔμψυχος καὶ μόλις τοῦ ἐδόθη διέξοδος, ἐμφύσησε ἀκριβῶς εἰς τὴν περιοχὴ τῆς διεξόδου αὐτῆς τὴν ζωτικὴ ἐπιθυμία τῆς ἐκροῆς καὶ οὕτως ἐδημιουργήθη ὁ γενετήσιος ἔρως. Ὁ Πλάτων πιστεύει ὅτι λόγῳ αὐτοῦ ἡ φύση τῶν γεννητικῶν ὀργάνων εἶναι ἀνυπάκουη καὶ αὐταρχική, ἐπιχειρῶντας μέσα στὸν οἴστρο της νὰ κυριαρχήσῃ ἐπὶ τῶν πάντων, καὶ τούτο συμβαίνει ὁμοῖως εἰς τοὺς ἄνδρες καὶ εἰς τὶς γυναῖκες. Ἐάν τὴν ἐποχὴ τοῦ οἴστρου μείνουν γιὰ πολὺ χρόνο ἄγονα δυσανασχετοῦν καὶ ἀγανακτοῦν, καὶ ἡ ἀνάγκη αὐτὴ περιφερόμενη εἰς ὅλο τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος τοῦ σώματος προκαλεῖ τὴν χειροτέρα δυστυχία καὶ γεννᾷ κάθε εἴδους ἀσθένεια.
Αὐτὸ συνεχίζεται ἕως ὅτου ὁ ἔρως καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικὸς συναντηθοῦν “σὰν νὰ ἤθελαν νὰ κόψουν μαζὶ τὸν καρπὸ ἑνός δένδρου”. Τότε σπέρνουν εἰς τὸ γόνιμο ἔδαφος τῆς μήτρας μικροσκοπικά, ἀόρατα καὶ ἀδιάπλαστα ζῷα (ζῳντανὰ δηλαδή), τὰ ὁποῖα σταδιακῶς διαμορφώνονται καὶ θρέφονται εἰς τὸ ἐσωτερικὸ μέχρι νὰ μεγαλώσουν καὶ τελικῶς ἐξέρχονται εἰς τὸ φῶς, ὁλοκληρώνοντας οὕτως τὴν γέννηση τῶν ἐμβίων ὅντων.
Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ περὶ μικροσκοπικῶν, ἀόρατων καὶ ἀδιαπλάστων ζῴων μάλλον πιστῶνει τόν Πλάτωνα μὲ τὴν ἀνακάλυψη τῶν σπερματοζωαρίων καὶ δὲν συναντᾶται εἰς τοὺς προγενέστερους φιλοσόφους.
ΙΕΡΟΝ ΟΣΤΟΥΝ
Τὸ Ἱερὸν Ὀστοῦν
Τὸ ἱερὸν ὀστοῦν (λατ. os sacrum) εἶναι ἡ κατάληξη τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ἡ ὁποία ὀνομάζεται “ἱερὰ σύριγξ”. Ἡ σπονδυλικὴ στήλη περιέχει τὸν μυελό, τὴν λεπτοφυὴ ὕλη τῆς Ψυχῆς καὶ οὐσία ζωῆς· τὸ δὲ ἱερὸν ὀστοῦν εἶναι ἡ βάση καὶ ἐκ τῶν κυριοτέρων κέντρων συμπυκνώσεως αὐτῆς.
Εἰς τὴν Ἰνδικὴ θρησκεία ἀναλογεῖ πρὸς τὸ 1ο Τσάκρα, τοῦ ἱεροῦ ὀστοῦ. Λέγεται Μουλαντχάρα ποὺ σημαίνει “ἡ ῥίζα-βάση”, ὄνομα σημαντικὸ τῆς ἄγκυρας τῆς ζωῆς καὶ τῆς ζωτικῆς ἐνέργειας. Κέντρο τῆς Βάσεως τῆς ζωτικῆς ἐνέργειας, συμβολίζεται μὲ βαθὺ ἐρυθρὸ χρῶμα. Λίθοι ἁρμονικοὶ εἶναι ὁ αἱματίτης, ὁ καπνίας κρύσταλλος, ὁ μαῦρος γρανάτης, ὁ καστανὸς ἴασπις, ὁ ὀψιδιανός καὶ ὁ μέλας ὄνυξ.
Τὸ ἀθάνατο μέρος τῆς ψυχῆς, συγκεντρώνεται εἰς τὴν περιοχὴ τῆς κεφαλῆς καὶ ἰδίως εἰς τὸν μυελό, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν κεφαλὴ καὶ τὸν αὐχένα ἐκτείνεται συμπαγῆς κατὰ μήκος τῆς σπονδυλικῆς στήλης, τῆς ἱερᾶς σύριγγος. Ἡ ὕπαρξη τοῦ μυελοῦ, ποὺ ὁ Πλάτων ἀποκαλεῖ καὶ σπέρμα, εἶναι πολὺ σημαντικὴ διότι στὸν μυελὸ στερεώνονται οἱ δεσμοὶ τῆς ζωῆς καὶ ῥιζώνει τὸ θνητὸ γένος.
Ὁ ἴδιος ὁ μυελός ἐδημιουργήθη ἀπὸ ἄλλα στοιχεῖα. Ἐκ τοῦ συνόλου τῶν πρωταρχικῶν τριγώνων, οἱ Θεοὶ ἀπομόνωσαν ὅσα ἦταν τέλεια καὶ λεῖα ἄρα κατάλληλα, λόγῳ τῆς ἀκριβείας τους, γιὰ τὴν παραγωγὴ τοῦ πυρός, τοῦ ὕδατος, τοῦ ἀέρος καὶ τῆς γῆς, καὶ τὰ ἔμειξαν εἰς ὀρθὲς ἀναλογίες δημιουργῶντας πανσπερμία γιὰ ὅλο τὸ θνητὸ γένος. Εἰς αὐτὸ τὸ ὑπόστρωμα ἐδράζουν τὰ εἶδη τῶν ψυχῶν, οὕτως ὁ μυελὸς γίνεται τὸ ἀγκυροβόλιο ὅλων τῶν δεσμῶν τῆς ψυχῆς καὶ γύρω του οἰκοδομεῖται τὸ σῶμα, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν κατασκευὴ τοῦ ὀστέϊνου περιβλήματος τοῦ μυελοῦ.
Τὰ ὀστᾶ θεωροῦνται ὅτι προέρχονται ὰπὸ τὸ κοσκίνισμα καθαρῆς καὶ λείας γῆς ποτισμένης μὲ μυελὸ καὶ ζυμωμένης. Κατόπιν ἡ ζύμη εἰσήχθη ἐντὸς πυρὸς καὶ ἐμβυθίσθη ἐντὸς ὕδατος καὶ κατόπιν πολλῶν τέτοιων διαδοχικῶν ἐμβαπτίσεων κατέστη ἀδιάλυτη ἀπὸ πῦρ καὶ ὕδωρ. Δι’ αὐτοῦ τοῦ πέτρινου περιβλήματος εἶναι ποὺ προφυλάσσεται τελείως ὁ μυελός. Ὅσα ὀστᾶ ἦσαν ἰδιαιτέρως ἔμψυχα ἐκαλύφθησαν ὑπὸ ὀλίγων σαρκῶν ἐνῶ τὰ πλέον ἄψυχα καλύπτονται ὑπὸ πολλῶν καὶ πυκνῶν. Ἐκεῖ λοιπὸν ὅπου ἐδράζει ἡ φρόνηση καὶ ἡ ὀξεία αἴσθηση τὸ δέρμα εἶναι λεπτὸ ἐπιτρέποντας τὴν ἀντίληψη ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὸ ἔργο τῆς διανοίας.
Κατὰ μῆκος τῆς ράχεως ἐκτείνονται οἱ σφόνδυλοι, κυλινδρικοὶ στροφεῖς ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν περιοχὴ γύρω ἀπὸ τὸν διαυχένιο καὶ τὸν νωτιαῖο μυελὸ ἕως τὴν βάση τῆς λεκάνης, με ἁρμοὺς ἀνάμεσά τους ὥστε νὰ διευκολύνεται ἡ κίνηση καὶ ἡ κάμψη. Ἡ ἱερὰ σύριγξ καταλήγει εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα μέρη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τὸ ἱερὸν ὀστοῦν. Ἐκεῖ εὑρίσκεται τὸ ἀγκυροβόλιο τῆς ψυχῆς ποὺ τὴν συνδέει μὲ τὸ στοιχεῖο τῆς γῆς, ἕνα σημεῖο συγκεντρώσεως τῆς ζωτικῆς δυνάμεως τῆς ψυχῆς.
Σημαντικὴ ἐδῶ εἶναι ἡ ἄποψη τοῦ Πλάτωνος ὅτι ὁ ἀνθρώπινος ὀργανισμός, μὲ τὰ ὄργανα καὶ τοὺς ἱστούς του συνδέονται ὄχι μὲ τὴν φυσικὴ δομὴ καὶ ἀποτελεσματικότητα ἀλλὰ μὲ τὴν ψυχή, μὲ τὴν νόηση καὶ τὴν εὐγενὴ φιλοσοφικὴ εἱμαρμένη τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴν πορεία του πρὸς τὴν γνώση τοῦ ἀγαθοῦ.