Ἡ κανονικὴ ἀστρολογία (δηλαδὴ ὅλη αὐτὴ ποὺ παραδίδεται ὡς ἑλληνική, περσική, αἰγυπτιακή, ἀραβική, βυζαντινὴ κ.λπ.) γενικῶς χρησιμοποιεῖ τὶς ὄψεις ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὴν διαίρεση τῶν 360° μοιρῶν τοῦ κύκλου καὶ τῶν πρώτων τεσσάρων ἀριθμῶν 1,2,3,4, (τετρακτύς) τῶν ὁποίων τὸ ἄθροισμα δίδει τὴν δεκάδα:
360° : 1 = 360°, σύνοδος
360° : 2 = 180°, ἀντίθεση
360° : 3 = 120°, τρίγωνο
360° : 4 = 90°, τετράγωνο
Λόγῳ τῆς δεσπόζουσας ἰσχύος τοῦ τριγώνου, προέκυψε καὶ ἡ μερικὴ χρήση τοῦ ἐξαγώνου 120° : 2 = 60° ποὺ θεωρεῖται παρόμοιο τοῦ τριγώνου ἀλλὰ ἀσθενέστερο. Αὐτὲς οἱ σχηματισθεῖσες γωνίες τῶν πρωταρχικῶν πολυγώνων δύνανται νὰ μᾶς ἐπηρεάσουν, ἢ πιὸ σωστὰ ἡ ἴδια ἡ ψυχή ἔχει τὴν ἐγγενὴ τάση νὰ ἀνταποκρίνεται εἰς τὰ σχήματα αὐτά. Οὐδέποτε προέκυψε διαίρεση διὰ 5 ἢ ἄλλων ἀριθμῶν. Οἱ δυτικοὶ μὴ γνωρίζοντας τὸ αἴτιο τῶν ὄψεων προσέθεσαν ἐπιπλέον ὄψεις ἄνευ λόγου, ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἔλλειψη συμπαθείας.
Ζῴδια τὰ ὁποῖα ἀπέχουν 30° ἢ 150° δὲν συνδέονται μὲ ὄψη ἀλλὰ θεωροῦνται ἀπόστροφα, ὁπότε καὶ οἱ πλανῆτες ἐντός τους δὲν σχηματίζουν ὄψη – δηλαδὴ δὲν βλέπουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὅπως λέγεται ἀστρολογικά. Λοιπὲς διαιρέσεις ὅπως 45° ἢ 72° ἐπίσης δὲν ὑφίστανται. Καμμία ἐπιπλέον ὄψη δὲν χρειάζεται, διότι ὑπάρχει μία διαφορετικὴ μέθοδος μὲ τὴν ὁποία συσχετίζονται ζῴδια, ἄρα και πλανῆτες έντός τους, καὶ ἀνεπτύχθη ἤδη ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς τῆς ἀστρολογικῆς πρακτικῆς. Πρόκειται γιὰ τὰ βλέποντα ἢ σύζυγα καὶ γιὰ τὰ προστάσσοντα – ἀκούοντα ζῴδια.
Οἱ Ζωδιακὲς Συζυγίες
Τὰ βλέποντα ζῴδια εἶναι τὰ κατὰ συζυγία καλούμενα. Ἐὰν φέρουμε τὴν διάμετρο ποὺ ἑνώνει τὰ δύο σημεῖα τοῦ θερινοῦ καὶ τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου, τὰ ζῴδια ἑκατέρωθεν τῆς διαμέτρου αὐτῆς κατὰ ἴση ἀπόσταση εἶναι τὰ κατὰ συζυγία. Πρόκειται γιὰ τὰ ζῴδια ποὺ ἀνατέλλουν ἀπὸ τὸν ἴδιο τόπο καὶ δύουν εἰς τὸν ἴδιο τόπο· συμπεριλαμβανόμενα ὑπὸ τῶν ἰδίων παραλλήλων κύκλων.
Τὰ μέρη τοῦ Ζῳδιακοῦ ποὺ ἀπέχουν ἐξίσου ἀπὸ τὸ ἴδιο τροπικὸ σημεῖο, ὅποιο κι ἂν εἶναι αὐτό, ἔχουν τὴν ἴδια δύναμη, ἐπειδὴ ὅταν ὁ ἥλιος διατρέχει κάποιο ἀπὸ αὐτά, οἱ ἡμέρες τοῦ ἑνὸς εἶναι ἴσες μὲ τὶς ἡμέρες τοῦ ἄλλου σύζυγου μέρους, οἱ νύκτες τους ὁμοίως εἶναι ἴσες καὶ τὰ μήκη τῶν ὡρῶν τους εἶναι τὰ ἴδια. Ὡς ὧρες νοοῦνται οἱ καιρικὲς ὧρες, ποὺ εἶναι πάντα τὸ 1 ⁄12 τῆς ἡμέρας (ἀπὸ ἀνατολὴ ἕως ἡλιοβασίλεμα) ἢ τὸ 1 ⁄12 τῆς νυκτὸς (ἀπὸ ἡλιοβασίλεμα ἕως ἀνατολή). Αὐτὰ ἐπίσης λέγεται ὅτι «βλέπουν» τὸ ἕνα τὸ ἄλλο γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἀναφέρθηκαν.
Ὁ Πτολεμαῖος τὰ ὀνομάζει βλέποντα ζῴδια καὶ τοὺς ἀποδίδει τὴν ἰδιότητα τῆς ἰσοδυναμίας: ὄχι μόνον εἶναι ἰσοδύναμα μεταξύ τους ἀλλά και οἱ πλανῆτες τῶν βλεπόντων ζῳδίων εἶναι ἰσοδύναμοι κατὰ τὶς συγκρασίες καὶ τοὺς μεταξύ τους συσχετισμούς. Ὁ Ἡφαίστιων Θηβαῖος ἀναφέρει τὶς ἰδιότητές τους ὡς πρὸς τὴν ἀξιολόγηση φαινομένων ὅπως γεννήσεις, ἐκλείψεις κ.ἄ. Ὁ Φιρμίκος Ματέρνος ἀντιστοιχεῖ κάθε μία μοίρα τοῦ ἑνὸς μὲ τοῦ ἄλλου σύζυγου ζῳδίου, παραθέτει τὴν θεωρία τῆς Ἀντισκιᾶς καὶ ἐξηγεῖ τὴν ἀστρολογική της χρήση.
Ὅμως ἡ παλαιότερη σωζόμενη ἀναφορὰ εἶναι ἀπὸ τὸν Γεμίνο Ρόδιο, ὁ ὁποῖος παραθέτει τὸ μαθηματικό-ἀστρονομικὸ ὑπόβαθρο καθὼς καὶ τὸ ἱστορικό τους, καὶ ἀπὸ ἐδῶ θὰ ξεκινήσουμε.
Τὴν ἐποχὴ τοῦ Μέτωνος καὶ τοῦ Εὐδόξου οἱ συζυγίες ἦσαν ὡς ἑξῆς:
Ὁ Καρκίνος δὲν ἐσχημάτιζε συζυγία διότι τότε ἦταν τροπικὸ ζῴδιο, ἀνέτειλλε βορειοτέρως τῶν ἄλλων ζῳδίων καὶ ἔδυε βορειοτέρως. Ὁμοῖως καὶ ὁ Αἰγοκέρως πού, ὡς ἐπίσης τροπικό, ἀνέτειλλε νοτιοτέρως τῶν ἄλλων ζῳδίων καὶ ἔδυε νοτιοτέρως. Αὑτὰ τὰ δύο λεγόταν ἄζυγα. Χαρακτηριζόταν τροπικὰ ἐπειδὴ οἱ τροπὲς ἢ ἡλιοστάσια (θερινὸ καὶ χειμερινὸ) συνέβαιναν ἐντὸς διαστήματος ± 7,5° ἀπὸ τὸ μέσον 15° τῶν ἀντιστοίχων δωδεκατημορίων τῶν ζωδίων αὐτῶν.
Τὰ ὑπόλοιπα ζῴδια ἐσχημάτιζαν τὶς ἀκόλουθες συζυγίες: Δίδυμοι – Λέων, Ταῦρος – Παρθένος, Κριός – Ζυγός, Ἰχθεῖς – Σκορπιός, Ὑδροχόος – Τοξότης.
Πράγματι, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὰ ἡλιοστάσια ὑπολογιζόταν ὅτι συνέβαιναν εἰς τὴν 8η μοίρα τῶν ἀντιστοίχων ζῳδιακῶν δωδεκατημορίων Καρκίνου καὶ Αἱγόκερω. Ὁμοίως καὶ οἱ ἰσημερίες ὑπολογιζόταν εἰς τὴν 8η μοίρα τῶν ἀντιστοίχων ζῳδιακῶν δωδεκατημορίων Κριοῦ καὶ Ζυγοῦ. Τόσο ὁ Μέτων ὅσο καὶ ὁ Εὔδοξος κατονομαζόταν ὑπὸ τῶν μεταγενεστέρων Ἑλλήνων καὶ Ρωμαίων συγγραφέων, ὡς οἱ ἀστρονόμοι ποὺ τὰ ὑπολόγισαν, παρὰ τὸν σχεδὸν 1 αἰώνα μεταξύ τους. Ἡ μετάπτωση τῶν ἰσημεριῶν δὲν εἶχε ἀκόμη ἀνακαλυφθεῖ.
Τὴν ἐποχὴ τοῦ Γεμίνου Ροδίου οἱ συζυγίες ἦσαν ὡς ἑξῆς:
Περὶ τοὺς 3 αἰῶνες μετὰ τὸν Εὔδοξο, ὁ Γεμῖνος Ῥόδιος, μαθητὴς τοῦ μαθηματικοῦ-ἀστρονόμου καὶ γεωγράφου Ποσειδώνιου Ἀπαμέως καὶ ἐποχῆς λίγο μετὰ τὸν Ἵππάρχο, διόρθωσε τὶς συζυγίες, διότι οἱ παλαιότεροι ὑπολογισμοὶ δὲν ἴσχυαν ἄλλο ἐξ αἰτίας τῆς μεταπτώσεως. Τὴν ἐποχή του οἱ τροπὲς καὶ οἱ ἰσημερίες πλησίαζαν τὴν ἀρχὴ τῶν ἀντιστοίχων ζῳδιακῶν δωδεκατημορίων, σχεδὸν κείμενες μεταξὺ δύο ζῳδίων καὶ αὐτὸ ἄλλαζε δραστικὰ τὰ ζῴδια ποὺ ἀνέτειλλαν καὶ ἔδυαν εἰς τοὺς ἴδιους τόπους.
Ὁ Γεμίνος θέτει τὰ σημεῖα τῶν τροπῶν (ἡλιοστασίων) μεταξὺ τῶν ἀντιστοίχων ζῳδιακῶν δωδεκατημορίων: τὴν θερινὴ τροπὴ μεταξὺ Διδύμων καὶ Καρκίνου καὶ τὴν χειμερινὴ μεταξὺ Τοξότη καὶ Αἰγόκερω:
Τὸ δωδεκατημόριον τοῦ Καρκίνου εὑρίσκεται είς τὴν ἰδία θέση μὲ τῶν Διδύμων διότι ἀμφότερα ἰσαπέχουν τοῦ θερινοῦ τροπικοῦ σημείου, διὰ τοῦτο καὶ τὰ μεγέθη τῶν ἡμερῶν εἶναι ἴσα, συμφώνως πρὸς τὰ ἡλιακὰ ὡρολόγια. …Ὁμοῖως περὶ τοῦ Αἰγοκέρωτος καὶ τοῦ Τοξότου, ποὺ ἀμφότεροι ἰσαπέχουν τοῦ χειμερινοῦ τροπικοῦ σημείου, διὰ τοῦτο ἡ διάρκεια τῶν ἡμερῶν εἶναι ἴση εἰς τὰ ζῴδια αὐτά.
Γεμίνος Ρόδιος, Εἰσαγωγὴ εἰς τὰ Φαινόμενα, βιβλίον α′,
Περὶ τῆς πρὸς ἄλληλα τάξεως καὶ θέσεως τῶν ιβ′ ζῳδίων
Κατόπιν ἀναγράφει τὶς νέες συζυγίες: Δίδυμοι – Καρκίνος, Ταῦρος – Λέων, Κριός – Παρθένος, Ἰχθεῖς – Ζυγός, Ὑδροχόος – Σκορπιός, Αἰγόκερως – Τοξότης.
Ἡ ἱστορικὴ ἀξία τοῦ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῶν ζῳδιακῶν συζυγιῶν
Ἡ διόρθωση τοῦ Γεμίνου εἶναι μεγάλης σημασίας: μεταθέτει τὰ σημεῖα τῶν ἡλιοστασίων εἰς τὴν ἀρχὴ τῶν ζῳδιακῶν δωδεκατημορίων, παρότι αὐτὰ εἶναι ἀκόμη εἰς τὴν τετάρτη μοίρα τους, 2 αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὸν Πτολεμαῖο (ὁ ὁποῖος ἄλλωστε ἔχει ὡς κύριες πηγὲς τὸν Ἵππαρχο καὶ τὸν Γεμίνο). Ἐδῶ ξεκαθαρίζει ἕνα ἀσαφὲς σημεῖο, ποὺ τόσο ἔχει ταλαιπωρήσει τὴν ἀστρολογία τὶς τελευταῖες δεκαετίες, αὐτὸ τῆς τοποθετήσεως τῶν τροπῶν καὶ ἰσημεριῶν εἰς τὴν ἀρχὴ τῶν ἀντιστοίχων ζῳδιακῶν δωδεκατημορίων τους, ὅπου βασίζουν τοὺς ἰσχυρισμούς τους οἱ θιασῶτες τῆς “τροπικῆς ἀστρολογίας”.
Ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ μετάθεση δὲν ἔγινε ἀπὸ τὸν Πτολεμαῖο, οὔτε καὶ ἀφοροῦσε κάποιον ἄλλον τρόπο μετρήσεως τοῦ ἐκλειπτικοῦ μήκους μὲ ἀρχὴ τὸ ἐαρινὸ σημεῖο – ὁ ὁποῖος μάλιστα θὰ ἔπρεπε κατ’ ἐκείνους νὰ χρησιμοποιεῖται εἰς τὴν Ὡροσκοπική. Ἐπίσης τὸ κείμενο ἀποτελεῖ μία ἀκόμη ἀπόδειξη ὅτι ἡ μέτρηση τοῦ ἐκλειπτικοῦ μήκους ἐπὶ τοῦ Ζῳδιακοῦ γινόταν βάσει τῶν ζωδιακῶν δωδεκατημορίων καὶ ὄχι βάσει τῶν σημείων τῶν ἰσημεριῶν καὶ τῶν ἡλιοστασίων – ἀντιθέτως εἶναι τὰ σημεῖα ἐκεῖνα ποὺ ὑπολογιζόταν ἐπὶ τῶν δωδεκατημορίων τῶν ἀστερισμῶν τοῦ Ζῳδιακοῦ καὶ ἦσαν κινητὰ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἱππάρχου. Πρόκειται γιὰ τὸ σταθερὸ Ἐκλειπτικὸ Σύστημα, ποὺ ὑπολογίζει τὰ δωδεκατημόριά του βάσει σταθερῶν ἀστέρων, καὶ αὐτὸ τὸ σύστημα ἦταν ἐν χρήσει εἰς τὴν Ὡροσκοπικὴ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ πέραν αὐτῆς, καθὼς πέρασε εἰς τὸν Ἰσλαμικὸ κόσμο καὶ τὸ Βυζάντιο. Οὐδέποτε ὑπῆρξε “τροπικὴ ἀστρολογία”.
Ὁ ἐπαναπροσδιορισμὸς τῶν συζυγιῶν τὴν σήμερον
Ὁ Γεμίνος ἔκανε τὴν διόρθωση τῶν συζυγιῶν ὅταν τὰ τροπικὰ σημεῖα ἦταν περίπου εἰς τὴν 3° 44′ τοῦ Καρκίνου καὶ τοῦ Αἱγόκερω, ἀλλὰ τὰ μετέθεσε εἰς τὴν ἀρχή τῶν ζῳδίων λαμβάνοντας ὑπόψιν τοὺς τοπικοὺς καὶ χρονικοὺς παράγοντες ὅπως τὴν ἀνατολὴ καὶ δύση εἰς τοὺς ἰδίους τόπους καὶ τὸ ἰσόχρονο τὼν καιρικῶν ὡρῶν, ἡμερινῶν ἢ νυκτερινῶν.
Τὴν σήμερον, ὅπου τὰ ἡλιοστάσια συμβαίνουν εἰς τὴν 4° 55′ τῶν ἀντιστοίχων ζῳδιακῶν δωδεκατημορίων Διδύμων καὶ Τοξότη, ἔχοντας πλησιάσει ἀρκετὰ τὴν ἀρχὴ τῶν δωδεκατημορίων τους, οἱ συζυγίες τῶν ζῳδίων μποροῦν νὰ ἐπαναπροσδιορισθοῦν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Εἰς τὰ διαγράμματα τῆς ἀρχῆς τοῦ ἄρθρου ἐτέθη τὸ ἔτος 2050 (ἡλιοστάσια: 4° 33′ Διδύμων καὶ Τοξότη) ὡς τυπικὸ σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ τὶς ἑπόμενες συζυγίες, ποὺ θὰ ἰσχύουν γιὰ αἰῶνες κατόπιν. Ὁμοίως ὑπολογίσθησαν ἐκ νέου καὶ τὰ προστάσσοντα – ἀκούοντα ζῴδια.
Εἰς τὸ ἐπόμενο μέρος θὰ ἐκθέσουμε τὴν ἀστρολογικὴ χρήση τῶν συζυγιῶν καὶ τὴν συνολικὴ θεωρία τῆς Ἀντισκιᾶς καθὼς καὶ τὴν χρήση τῶν προστάσσοντων καὶ ἀκούοντων ζῳδίων.